h1

Επαφή από στάση προσοχής – Σημείο 2ο

11/03/2009

«Ορκίζομαι»… Όλοι μαζί δυνατά «ΟΡΚΙ-ΖΟΜΑΙ…», «Να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα»…

Καθώς τα παρατεταγμένα στόματα ανοιγοκλείνουν μηχανικά επαναλαμβάνοντας το προϊόν μιας υπαγόρευσης, μοιάζει η δύναμη και η σύνταξη των φωνών να αντικειμενικοποιεί τεχνητά την έννοια πατρίδα. Άλλωστε στον στρατιωτικό όρκο η λέξη πατρίδα γράφεται «Πατρίδα», με κεφαλαίο πι για να τονίζεται η μοναδικότητα της, σαν να ήταν μια απόλυτη αλήθεια, όπως συμβαίνει και με το κεφαλαίο θήτα στην λέξη Θεός.

Όμως αλήθεια, τι είναι μια πατρίδα; Είμαι απολύτως βέβαιος ότι αν κανείς ζητήσει τον ορισμό της λέξης «πατρίδα» από όλους αυτούς που ορκίζονται πίστη σε αυτή θα είναι περίπου αδύνατο να βρει έστω και δύο άτομα που να συμφωνούν για το τι είναι μια πατρίδα, πόσο μάλλον «Η Πατρίδα» με άρθρο οριστικό και όχι αόριστο και με πι κεφαλαίο. Αυτή η πολλαπλότητα και οι ποικιλία των εν δυνάμει ορισμών δεν έχει να κάνει με αδυναμία κατανόησης της λέξης πατρίδα αλλά πολύ απλά με την ίδια την υποκειμενική φύση της έννοιας πατρίδα, ως «καθαυτό».

Στον δικό του ορισμό της λέξης «πατρίδα» ο Ιωάννης Πολέμης λέει, «μην είναι οι κάμποι, μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; (…)»

Ναι, πατρίδα για κάποιον μπορεί να είναι κι όλα αυτά όμως ο Πολέμης ενώ παράγει ποίηση μιλώντας για μια πατρίδα όπως την βλέπει ο ίδιος, κάνει ταυτόχρονα το λογικό ατόπημα να μιλάει εξ’ ονόματος όλων μας, διερωτόμενος «τι είναι η πατρίδα μας» αντί του «τι είναι η πατρίδα μου» ή του «τι είναι η πατρίδα για εμένα». Για να μην οδηγηθούμε σε παρεξηγήσεις, σεβόμενος την ελευθερία της τέχνης και την πρόθεση του καλλιτέχνη διευκρινίζω ότι τα παραπάνω δεν συνιστούν κριτική στον Πολέμη και το έργο του, αλλά μια αφορμή για να σκεφτούμε το πως οι άνθρωποι εννοούσαν και εννοούν την λέξη – έννοια πατρίδα. Αυτό που με ενδιαφέρει άλλωστε είναι το πως η λέξη «πατρίδα» και ο τρόπος χρήσης της ιστορικά παράγει μια επικρατούσα αντίληψη για το «είναι» της πατρίδας. Αναφερόμενος λοιπόν στον Πολέμη παίρνω την αφορμή για να μιλήσω για αυτό που εγώ εντοπίζω ως θεμελιώδη παρεξήγηση, το «μας» πίσω από την λέξη «πατρίδα».

Η έννοια Πατρίδα λοιπόν στην οποία ορκιζόμαστε πρώτα εμφανώς επιχειρεί να λειτουργήσει ως στοιχείο παραγωγής και διασφάλισης μιας τεχνητής και πολυεπίπεδης «συνοχής», μέσω της «πίστης» σε ένα κοινό ανώτερο στοιχείο – σημείο, αυτό δηλαδή που αφηρημένα νοείται ως πατρίδα, και το οποίο υποτίθεται ότι έχουμε όλοι ως κοινή αναφορά λόγω μιας κοινής καταγωγής. Σε λειτουργικό επίπεδο, αυτή η «πίστη» υποτίθεται ότι πρέπει να υπάρχει για να διασφαλίζει αυτό που ο όρκος λέει παρακάτω «υπακοή στο σύνταγμα, τους νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους». Έτσι, η έννοια Παρτίδα γίνεται κάτι σαν τον Ντοστογιεφσκικό θεό ο οποίος είναι αναγκαίος για επιτελεί έναν καθαρά λειτουργικό ρόλο καθώς γίνεται προϋπόθεση για να υπάρχει τάξη σε μια κοινωνία. «Ακόμα κι αν δεν υπήρχε θεός θα έπρεπε να το εφεύρουμε» λέει ο Ντοστογιέφσκι… «Γιατί οι άνθρωποι θα έκαναν ότι ήθελαν» προσθέτω εγώ επεκτείνοντας την λογική του επιχειρήματός του.

Έναντι του Ντοστογιεφσκικού θεού ή αντίστοιχα της έννοιας Πατρίδα που φιλοδοξούν να λειτουργούν ως παραγωγοί κοινωνικής συγκρότησης και συνοχής, προσωπικά προτιμώ να δεχθώ την πιο φιλική προς τον άνθρωπο άποψη του Καστοριάδη σύμφωνα με τον οποίο οι κοινωνίες μπορούν να φτιάχνουν θεσμούς, κανόνες και νόμους και να τους τηρούν χωρίς να έχουν ανάγκη έναν ανώτερο μεταφυσικό ελεγκτή, μια ανώτερη ιδέα  – κατασκευαστή συνειδήσεων και ηθικολογιών, π.χ. Θεό (εδώ προσθέτω «Πατρίδα»). Αρκεί η συμμετοχή μας στην σύνταξη των πλαισίων των κανόνων και των νόμων μας έτσι ώστε να τους σεβόμαστε και για να πειστεί κανείς γι’αυτό αρκεί να ρίξει μια ματιά στην αρχαία Ελληνική Δημοκρατία, αυτό ονομάζεται «αυτονομία». Κοινώς, είναι δυνατόν να σεβόμαστε τους νόμους για τον πολύ απλό λόγο ότι τους φτιάξαμε οι ίδιοι, ως πολίτες, ως κοινωνοί δηλαδή πολιτείας, πολιτικής, πολιτισμού.

Όμως, σε ένα κράτος και σε ένα σύστημα που η παραγωγή των νόμων, η λειτουργία του κράτους, η κάθε είδους θέσμιση ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα έχει ως προϊόν τον εξοστρακισμό του πολίτη από  αυτό που τον καθιστά πολίτη ουσιαστικά και όχι ονομαστικά, την συμμετοχή, είναι απαραίτητη η πίστη σε μια ανώτερη έννοια ώστε να συντηρηθεί το κράτος και το υπάρχον σύστημα. Η πίστη λοιπόν υπάρχει για να λειτουργεί ως υποκατάστατο της συμμετοχής και να μας καθιστά πολίτες τεχνητά, μέσω «ετερονομιών», μέσω κοινών εξωτερικών αναφορών (πραγματικών και κατασκευασμένων) που μας συνδέουν έμμεσα και όχι μέσω συνδιαμορφώσεων και μιας διαλεκτικής των υποκειμένων που θα μας συνέδεε άμεσα και ουσιαστικά ως συμμέτοχους και συμπαραγωγούς ενός προϊόντος – αγαθού που θα καρπωνόμασταν οι ίδιοι.

Επιπλέον, όλα όσα ζητούν την πίστη μας αποτελούν ταυτόχρονα τα συστατικά αλλά και τα προϊόντα της. Κράτος – πατρίδα – θρησκεία – ιστορία, δεν γίνονται διακριτά ούτε σαν έννοιες ούτε ως θεσμοί αλλά αντίθετα συμπλέκονται και διαπλέκονται μέσα σε αυτό το κατ’ εικόνα μεταμοντέρνο συνονθύλευμα που ονομάζεται Ελλάδα και το οποίο παραδόξως (καθόλου), στις δομές του μοιάζει να κουβαλάει όλες τις αρνητικές παρενέργειες των λογικών ενός ισοπεδωτικού κακώς νοούμενου μοντερνισμού. Έτσι, αυτό που ουσιαστικά είναι ένα είδος «τομής» ανάμεσα στα συνεχή πεδία πολλαπλών εννοιών (κράτος – πατρίδα – θρησκεία – ιστορία) παρουσιάζεται και λειτουργεί τεχνητά ως ταύτιση τους. Το κράτος ταυτίζεται τεχνητά με την πατρίδα, η πατρίδα το ίδιο τεχνητά με την θρησκεία και η θρησκεία με το κράτος και όλα αυτά να έχουν ως κοινή υποστηρικτική έννοια την ιστορία γιατί με αυτόν τον τρόπο αρκεί η πίστη σε ένα από αυτά για να συντηρήσει την ύπαρξη των άλλων. Καθόλου τυχαίο ότι μας ορκίζουν ενώπιον του θεού και μέσω ενός «εκπροσώπου» του ώστε να είμαστε πιστοί σε μια «Πατρίδα» και μέσω αυτού να διασφαλιστεί ότι θα υπακούμε «το σύνταγμα, τους νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους». Οι εσωτερικές ασυνέπειες του παραπάνω εγχειρήματος είναι προφανείς.

Από την μια, η λογική ότι ορκίζεται κάποιος σε έναν τέλειο θεό ότι θα υπακούει τους ατελείς ανθρώπινους νόμους μιας τεχνητής ανθρώπινης κατασκευής, του κράτους, σαν ο Θεός να έχει εξουσιοδοτήσει με κάποιο τρόπο το κράτος να λειτουργεί ως αλάθητος εκπρόσωπος του είναι, αν όχι οξύμωρη, τότε σίγουρα λογικά άτοπη (ευχαριστώ τον Β.Ν. που μου το επεσήμανε) ακόμα και για τους πιστεύοντες στον Θεό. Από την άλλη, αυτή η διαδικασία που εμφανώς επιχειρεί να ανάγει τα προϊόντα – κατασκευάσματα της ανθρώπινης ευφυίας (και μαζί ανοησίας) και του νομικού πολιτισμού σε θέσφατα είναι ανειλικρινής. Ίσως θα αρκούσε η παρουσίαση του κράτους ως αυτό που είναι, ως ατελές ανθρώπινο κατασκεύασμα το οποίο είναι υπό διαρκή αναδιαμόρφωση και στο οποίο πρέπει να «πιστεύουμε» (θα προτιμούσα απλά να συμμετέχουμε) γιατί εμείς οι ίδιοι το χτίζουμε και το αναδιαμορφώνουμε. Βεβαίως, οι λόγοι που δεν συμβαίνει αυτό είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι προφανώς δεν έχουμε πρόσβαση στο κράτος και επί της ουσίας η συμμετοχή μας στο κτίσιμο και την αναδιαμόρφωσή του είναι υποβιβασμένη στο επίπεδο μιας ελάχιστης εικονογράφησης. Ο δεύτερος λόγος είναι μαζί αποτέλεσμα και αιτία του πρώτου και έγκειται στο ότι κάποιοι θεωρούν ότι ενώ τα ανθρώπινα κατασκευάσματα είναι ανοιχτά σε κριτική και αμφισβήτηση, τα θέσφατα λειτουργούν αξιωματικά, απαιτούν πίστη, όχι κρίση, αμφισβήτηση ή κριτική, αυτές νοούνται ως αρνητικές παρενέργειες και όχι ως υγιείς αντιδράσεις, εγγενείς σε κάθε είδους σύστημα.

Η πίστη συνεπώς σε μια Πατρίδα (και γενικότερα σε ένα πεδίο αφηρημένων εννοιών), είτε από λάθος, είτε ως κατάλοιπο άλλων εποχών, παραμένει να είναι ένα δομικό, λειτουργικό συστατικό του κράτους. Πως γεννάται λοιπόν μια πίστη; Με αυτό που ονομάζεται κοινωνική κατασκευή, με την τεχνητή αντικειμενικοποίηση συμβόλων, λέξεων, καταστάσεων και έχει ως στόχο την υποταγή του υποκειμενικού στοιχείου, συχνά ακόμα και την χρήση του με τρόπο που να ταυτίζει το άτομο με το αντικείμενο της πίστης του. Γι’ αυτό τον λόγο η λέξη «Πατρίδα» παραμένει να λειτουργεί ως ένα όνομα κενό, ένα empty token (κενό νόμισμα), και να επικοινωνείται ως ένα simulacrum (είδωλο) αποσπασμένο από ένα πραγματικό «είναι», ως ένα σημείο τόσο αόριστο, γενικό κι αφηρημένο ώστε ο καθένας να μπορεί να προβάλλει σε αυτό τον δικό του ορισμό της πατρίδας, να εντάξει μέσα σε αυτόν οτιδήποτε μπορεί να χωρέσει, οτιδήποτε πιστεύει ο ίδιος ότι είναι πατρίδα και τελικά να ορκιστεί πίστη σε αυτήν σαν να επρόκειτο για κάτι αντικειμενικά αναγνωρίσιμο, μάλιστα θεωρώντας εσφαλμένα ότι κι όλοι οι υπόλοιποι ορκίζονται πίστη στην ίδια πατρίδα με αυτόν ενώ επί της ουσίας ορκίζονται πίστη σε ένα κάτοπτρο που αντανακλά το υποκείμενο του καθένα χωριστά.

Ο Πολέμης παράγει κι αυτός ένα κάτοπτρο. Μιλά για κάποιους κάμπους, για κάποια βουνά που δεν έχει ονοματίσει επιτρέποντας στον καθένα να τα δει με τα δικά του μάτια. Κάποιος θεωρεί ότι βλέπει τα βουνά που θυμάται από παιδί, για κάποιον είναι ο Όλυμπος και για άλλον ο Ψηλορείτης, και έτσι γι’ αυτόν η πατρίδα φορτίζεται από την μνήμη του. Για κάποιον τρίτο τα βουνά και οι κάμποι του Πολέμη είναι απλά τα βουνά που θα ήθελε να έχει δει ή τα βουνά που φαντάστηκε και γι’ αυτόν πατρίδα γίνεται και το εν δυνάμει. Άλλοι βλέπουν τα βουνά μέσα από τα θέλω τους, κάποιοι θέλουν μόνο να τα βλέπουν, άλλοι να τα ανέβουν, άλλοι να τα ζωγραφίσουν κι άλλοι να τα κατακτήσουν. Για βουνά και κάμπους μιλά κι ο Γερμανός, ο Γάλλος, ο Ιταλός, ο Ισπανός κλπ μιλώντας ο καθένας για την δική του πατρίδα και τα δικά του αφηρημένα τοπία. Το ερώτημα τελικά είναι αν αυτό που βλέπει ο καθένας συνιστά πραγματικά την Πατρίδα μας με πι κεφαλαίο ή πολλές προσωπικές πατρίδες με μικρό πι, μέσα από πολλαπλές και ποικίλες αναγνώσεις του αφηρημένου όρου «Πατρίδα».

Προσωπικά λοιπόν, από το αφηρημένο και το απρόσωπο μιας «Πατρίδας» η οποία γράφεται με πι κεφαλαίο για να λειτουργεί ως πεδίο προβολής, προτιμώ το συγκεκριμένο και προσωπικό, τον δικό μου ορισμό ή και τον δικό σας αν μπορεί να με συγκινήσει. Η πατρίδα δεν είναι απλά μια φορτισμένη λέξη, είναι μια φορτισμένη λέξη για λόγους που είναι διαφορετικοί για τον κάθε άνθρωπο. Πατρίδα για τον καθένα είναι αυτό που ο ίδιος ορίζει μέσα από την τροχεία του στον χώρο και τον χρόνο, η οποία είναι συγκεκριμένη και αφηρημένη μαζί. Η πατρίδα γεννάται την στιγμή που οι κάμποι και τα ψηλά βουνά δεν είναι πια μια μάζα από εικόνες (όπως αυτές του Πολέμη) αλλά διακρίνονται ξεχωριστά, όχι μόνο αφηρημένα αλλά και συγκεκριμένα, και κανείς μπορεί να τα αναγνωρίσει και να ονοματίσει το καθένα, να πλάσει μύθους και ιστορίες, να έχει μνήμη από αυτά και κυρίως ελπίδα. Πατρίδα μπορεί να είναι και αυτό που θα ήθελες να έχεις, όχι αποκλειστικά αυτό που έχεις ή είχες. Η πατρίδα τελικά δεν είναι ούτε χώρος, ούτε τόπος, είναι κατάσταση.

Η δική μου πατρίδα γράφεται με μικρό πι και δεν ζητάει πίστη γιατί η ίδια με έφτιαξε ώστε να της είμαι πιστός. Πατρίδα μου είναι όλα όσα έζησα, οι άνθρωποι που με περιέβαλλαν, οι χώροι που με φιλοξένησαν και βιωματικά έγιναν τόποι, οι θέες που γέμισαν το βλέμμα μου, οι ήχοι, οι γεύσεις και οι μυρωδιές που ερέθισαν τις αισθήσεις μου, οι στιγμές που συντελούν στο πλήρωμα της μνήμης και της σκέψης μου, όλα όσα γεννούν τόπο φορτίζοντας τον χώρο. Πατρίδα μου είναι και το εν δυνάμει, αυτό που μέσα από το διαρκές γίνωμα ελπίζω για το μέλλον, αυτό που προσδοκώ και μαζί οι προσδοκίες που έχω απολέσει. Αυτά είναι η δική μου πατρίδα, όλα αυτά που με κάνουν να είμαι εγώ, η δική σου είναι μια άλλη πατρίδα, εξίσου μοναδική με την δική μου αλλά εντελώς διαφορετική και γι’ αυτό εσύ είσαι εσύ και όχι εγώ.

Ανοίγοντας το στόμα και φωνάζοντας νοιώθω την ένταση των φωνών να μας ενώνει όλους σε ένα σώμα, αισθανόμενος τις φωνές τον άλλων μαζί με τη δική μου να συντονίζονται κάπου ανάμεσα στο στήθος και τον λαιμό μου. Όμως τι άλλο μας ενώνει εκτός από τον συντονισμό των φωνών και την παράταξη των σωμάτων; Θα μπορούσε να μας ο ενώνει ο από κοινού σεβασμός όλων όσων μας χωρίζουν;

«Ατενώς»…

(Διακοπή και πάλι, συνεχίζεται… Θα χαρώ να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις που θα διατυπωθούν στα σχόλια, ζητώ όμως την υπομονή και την κατανόηση σας καθώς η πρόσβαση μου στο διαδίκτυο από στάση προσοχής δεν είναι εύκολη)

13 Σχόλια

  1. Υποθέτω πως δεν χρειάζεται να συζητηθεί το για ποιους λόγους η Πατρίδα θεοποιήθηκε, όπως λες κι εσύ, και σε τι αποσκοπεί αυτή η ανάταση του υψηλού εθνικού φρονήματος, ειδικά στο στρατό αλλά και στο σχολείο και αλλού. Φαντάζομαι πως ξεκινάμε από κοινή βάση σχετικής συμφωνίας σε αυτό το επίπεδο.

    Συμφωνώ ως προς την «υποκειμενικότητα» της πατρίδας, στο καταληκτικό σημείο του κειμένου σου.

    Διαπιστώνω ένα λογικό κενό στο σημείο της «πίστης στην πατρίδα», με την έννοια ότι δεν αποτελεί από μόνη της μια ιδεολογία ή μια θρησκεία στην οποία μπορείς να πιστεύεις «χωρίς να ερευνάς». Αν δεν τη ντύσεις με ιδεολογήματα, υπηρετείς ένα κενό γράμμα, όπως σωστά αναφέρεις. Όταν βέβαια βασίζεις την πίστη στην αγελοποίηση αυτών που «υπηρετούν την Πατρίδα», δεν χρειάζεσαι και πολλά ιδεολογήματα, ο φανατισμός αρκεί.

    Οι πατρίδες μας πάντως μοιάζουν αρκετά (κι έχουν ελάχιστα βουνά και πολλούς κάμπους στα σημεία που διασταυρώνονται! 🙂 )


  2. Ίσως πρέπει ν’ αλλάξεις τον Ντοστογιέφσκι σε Βολταίρο (και μετά μα σβήσεις και το μήνυμα αυτό).

    Καλή συνέχεια!


  3. χωρίς παρεξήγηση ύστερα από την ανάγνωση όλου αυτού του κατεβατού (ξέρω είμαι ρηχός) χαίρομαι πολύ που δεν ορκίστηκα σαν φαντάρος (με είχαν πάει στο νοσοκομείο για κάτι εξετάσεις και με ξεχάσαν).

    Κοίτα τι γλίτωσα…ουφφφ.


  4. «Θα μπορούσε να μας ο ενώνει ο από κοινού σεβασμός όλων όσων μας χωρίζουν;»

    πολύ καλό Χάρη, αμήν και πότε


  5. Χάρη όντως σου ξέφυγε ο Βολταίρος και τον αντικατέστησες με τον Ντοστογιεφσκι, αλλά ο πρώτος είπε για την ανάγκη κατασκευής ενός θεού.

    θυμάμαι από το σχολείο ακόμη εκείνο το κείμενο από την έκθεση-έκφραση που με έκανε να καταλάβω ακριβώς γιατί πρέπει να ορκιζόμαστε όλοι μαζί σε μια Πατρίδα, σε ένα Θεό, σε μια Πολιτεία.
    Από την εισαγωγή στον Ρινόκερο του Ιονέσκο:

    Στα 1938, ο συγγραφέας Ντενί ντε Ρουζμόν βρισκόταν στην Νυρεμβέργη της Γερμανίας τη μέρα μιας ναζιστικής διαδήλωσης. Μας αφηγείται πως είχε σταθεί στο κέντρο ενός πηχτού πλήθους, που περίμενε την άφιξη του Χίτλερ. Οι άνθρωποι γύρω του είχαν αρχίσει ν’ ανυπομονούν όταν φάνηκε, στο βάθος βάθος μιας λεωφόρου, μικροσκοπικός στο ξέμακρο, ο Φύρερ με την ακολουθία του. Από μακριά, ο αφηγητής είδε το πλήθος να καταλαμβάνεται προοδευτικά από ένα είδος υστερίας, επευφημώντας σαν τρελό τον απαίσιο εκείνον άνθρωπο. Η υστερία απλωνόταν, προχωρούσε, με τον Χίτλερ μαζί σαν πλημμυρίδα. Στην αρχή, ο αφηγητής έμεινε έκπληκτος απ’ αυτή την παράκρουση. Όταν όμως ο Φύρερ πλησίασε για τα καλά κι η γενική υστερία μεταδόθηκε και στους ανθρώπους που βρίσκονταν πλάι του, ο Ντενί ντε Ρουζμόν ένοιωσε μέσα του αυτήν την λύσσα να τείνει να τον κατακτήσει και τον ίδιο, αυτή η παράκρουση τον «ηλέκτριζε». Ήταν έτοιμος να υποκύψει σ’ αυτή την μαγεία, όταν ξάφνου κάτι ανέβηκε απ’ τα κατάβαθα του είναι του κι αντιστάθηκε στην μαζική θύελλα. Ο Ντενί ντε Ρουζμόν μας λέει πως ένιωθε άσχημα, φρικτά μόνος, μέσα στο πλήθος, ταυτόχρονα αντιστεκόταν και δίσταζε. Ύστερα ενώ σηκώθηκαν «κυριολεκτικά» οι τρίχες της κεφαλής του, κατάλαβε τι νόημα είχε αυτή η Ιερή Φρίκη. Εκείνη την στιγμή, δεν αντιστεκόταν πια η σκέψη του, δεν του ερχόταν στο μυαλό επιχειρήματα, μα όλο του το είναι του, όλη του η προσωπικότητα επαναστατούσε.


  6. Αν κατάλαβα καλά θέλεις να μας πείσεις ότι την ώρα της ορκωμοσίας πρόλαβες και έκανες όλο αυτό το νοητικό σεντόνι!


  7. Δεν νομίζω πως αναφέρει πουθενά ότι το νοητικό σεντόνι αναπτύχθηκε την ώρα της ορκωμοσίας και μάλλον δεν έχει και μεγάλη σημασία.
    Ακόμα καλύτερα αν κάποιος κάθισε και σκέφτηκε μετά την ορκωμοσία τι ήταν τελικά αυτό που βρέθηκε να κάνει. Σημαίνει πως ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται τα πράγματα που πράττουν.


  8. @Stazybo Horn, Πράγματι έχω κάνει λάθος και απολογούμαι αν και τελικά το λάθος δεν αλλάζει ιδιαίτερα το νόημα του κειμένου. Η φράση που χρησιμοποιώ στο post είναι του Βολταίρου, όμως στον Ντοστογιέφσκι ήθελα να αναφερθώ ο οποίος είπε κάτι πολύ κοντινό και αυτό είναι που θα έπρεπε να αλλάξω, «Αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται» εννοώντας περίπου αυτό που εννοεί και ο Βολταίρος, ότι είναι απαραίτητος ένας θεός για να λειτουργεί ως παραγωγός «τάξης».

    Δεν θα το αλλάξω στο post και δεν θα σβήσω το comment σου για τον πολύ απλό λόγο ότι η συζήτηση είναι δυναμική και και δεν έχω πρόβλημα να φαίνεται ότι μπερδέυτηκα. Κάθε άλλο, είναι καλό να φαίνεται ότι έκανα λάθος… 😉


  9. ναι, τώρα δεν έχει νόημα. Η ιδέα ήταν να σε πετύχω όταν ήταν πολύ φρέσκο το ποστ. Προφανώς, και τα λάθη επιτρέπονται για όλους μας 😉


  10. @Πάρης, Όχι βέβαια, αλλά μπορείς να έχεις μια αίσθηση για κάτι η οποία όταν αργότερεα γράφεις αυτή συγκροτείται μέσω της νόησης και του λόγου σε κάτι που έχει ένα πιο σαφές και επικοινωνήσιμο νόημα… Εκτός αν νοιώθουμε μόνο με λέξεις…


  11. To σχόλιο μου ήταν για πλάκα. Ξέχασα να βάλω το γελαστό ανθρωπάκι.


  12. Αγαπητέ συνάδελφε, τα συγχαρητήριά μου για το άρθρο.
    Μου άρεσε πολύ ο σχολιασμός της Πατρίδας ως ιδεώδες ενός κοινωνικού συστήματος.

    Συνοψίζοντας τα λεγόμενά σου: η Πατρίδα (με Π κεφαλαίο) ως «ιδεώδες» αποτελεί κάτι το μεταφυσικό, μία τάση προς τον μυστικιστισμό (Κοσμικό, το ορισμένο από τον Θεό), ενώ οι Νόμοι αποτελούν κάτι το ανθρώπινο, το έμπρακτο (Κοινωνικό, το ορισμένο από το Κράτος). Τα σημεία όμως «Πατρίδα» και «Νόμοι» νομίζω οτι είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Κατά καιρούς, κοινωνικά συστήματα ενισχύουν το ένα, το άλλο ή και τα δύο. Αν και εκ πρώτης όψεως αναγνωρίζουμε μια συμπληρωματικότητα (όσο ενισχύεται το ένα, αποδεσμεύεται το άλλο και το αντίστροφο) για λόγους ισορροπίας, νομίζω οτι ιστορικά σίγουρα υπήρχαν και περιπτώσεις όπου ενισχύονταν και τα δύο (μεσαίωνας) ή απαρνούνταν και τα δύο(καταλήσεις κρατών-επαναστάσεις).

    Η Πατρίδα λοιπόν ως «ιδεώδες»: ώς έννοια ιστορικά ταυτίζεται με την κοινωνική-κοσμική-θρησκευτική ηθική που αποτελεί την βάση της κοινωνικής συνοχής. Κοινωνικές ομάδες δεν μπορούν να συμβιώσουν χωρίς κανόνες που εφαρμόζονται με συνείδηση δικαίου. Εδώ έρχεται η λέξη που ανέφερες «αυτονομία» η οποία είναι όμως αντιμέτωπη στους Νόμους. Στην αρχαία Ελληνική Δημοκρατία υπήρχε κράτος με γραπτούς Νόμους (με Ν κεφαλαίο) και ψηφίσματα κάτι που αντιτίθεται στην αυτοδιάθεση του λαού άρα και στην αυτονομία του. Μήπως οι νόμοι του Καστοριάδη (με ν μικρό) δεν είναι Νόμοι γραπτοί αλλά νόμοι «άγραφοι», δηλαδή κανόνες συνειδήσεως δικαίου των υποκειμένων;

    Όπως λές οι έννοιες Νόμοι και Πατρίδα είναι φτιαγμένοι για να ενισχύουν την έννοια Κράτος. Το Κράτος δεν ειναι όμως το κατ’εξοχήν αποτέλεσμα των Νόμων και της Πατρίδας που τα σημεία αυτά η εξέλιξη της γλώσσας επιδιώκει να καταστήσει. Τα «Κράτος», «Νόμοι» και «Πατρίδα» ως σημεία είναι ανεξάρτητα και ισο-αλληλο-επηρεαζόμενα.

    Το σημερινό Κράτος είναι ήδη ορισμένο και η αυτονομία των πολιτών που επιζητάς έχει νόημα μόνο για σκοπό τον επαναπροσδιορισμό του και όχι για την απόλυτη απεξάρτησή του από τις έννοιες Πατρίδα και Νόμοι. H έννοια Πατρίδα ως ιδεώδες έχει ξεπέσει και οι πολίτες του σημερινού Κράτους λειτουργώντας ως υποκείμενα αδιαφορούμε για την αυτονομία μας ώστε να χρειαζόμαστε Νόμους να μας ορίζουν.

    Θα επιχειρήσω να προσθέσω:

    Ψάχνουμε μια πατρίδα (με π μικρό) ώς ιδεώδες υποκειμένων, με τους νόμους της (με ν μικρό) ως κανόνες μεταξύ των υποκειμένων. Όταν μετατραπεί η Πατρίδα σε πατρίδα σε σύστημα που το «Κράτος» θα μετατρέψει τους Νόμους σε νόμους, η έννοια της πατρίδας ως ιδεώδες θα ταυτιστεί με τους νόμους του «Κράτους» και θα αποτελούν μαζί κανόνες συνείδησης δικαίου υποκειμένων κάτι που τόσο ποιητικά ονοματίζεις «τον απο κοινού σεβασμό όλων όσων μας χωρίζουν»


  13. «οι κοινωνίες μπορούν να φτιάχνουν θεσμούς, κανόνες και νόμους και να τους τηρούν χωρίς να έχουν ανάγκη έναν ανώτερο μεταφυσικό ελεγκτή..» i na to sizitan me ton elegti na gini pio antropinos, ekeinos..*?



Αφήστε απάντηση στον/στην yli Ακύρωση απάντησης