
Τον περασμένο μήνα αποφάσισα και κατέβηκα στην Ελλάδα για διακοπές, το σκηνικό ακόμα κι όταν δεν είναι απολύτως γνώριμο είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και αναμενόμενο. Μοναδική εξαίρεση ότι κατά την άφιξη μου στο αεροδρόμιο οι τελωνειακοί με έγδυσαν ψάχνοντας για ναρκωτικά, προφανώς λόγω του ευρύτερου σάλου εκείνων των ημερών σε σχέση με παράνομες «ουσίες».
«Έχεις να δηλώσεις τίποτα;» με ρώτησε μεταξύ άλλων ο τελωνειακός που φορούσε πολιτικά και παραμόνευε δίπλα στην έξοδο, «σαν τι;» είπα εγώ, «ε, από Ολλανδία έρχεσαι, δεν έχεις τίποτα παράνομο; Πάντως αν έχεις ξεφορτώσου το τώρα γιατί αν σε πάω για έλεγχο και βρω κάτι θα πρέπει να σε συλλάβω». Όντας σε θέση να αναγνωρίσω τακτικές και παιχνίδια τύπου καλός μπάτσος – κακός μπάτσος, αισθάνθηκα όχι απλά ελεγχόμενος αλλά οριακά διωκόμενος. «Πάμε να με ελέγξεις» του είπα, κι αυτός απάντησε «σίγουρα δεν έχεις τίποτα;» και συνεχίζοντας τις ενοχλητικές συμβουλές να ξεφορτωθώ οτιδήποτε παράνομο έχω πριν πάμε για έλεγχο φτάσαμε σε μια πόρτα, την ξεκλείδωσε, μου άνοιξε την βαλίτσα και έκανε ότι ψάχνει. Όταν από την προφανή αδιαφορία μου κατάλαβε ότι δεν θα βρει τίποτα με άφησε κι έφυγα ζητώντας συγγνώμη για το ανακάτεμα της βαλίτσας και για την καθυστέρηση.
Αυτό που δεν κατάλαβα ήταν το για ποια καθυστέρηση μου απολογήθηκε, γι’ αυτήν στον αεροδρόμιο ή γι’ αυτή που θα συναντούσα εξερχόμενος την πύλη του αεροδρομίου. Κάθε φορά που πατάω το πόδι μου στην Ελλάδα διαπιστώνω ότι το μόνο που αλλάζει είναι ο καιρός. Ο καλύτερος τρόπος για να το καταλάβει κανείς αυτό είναι βλέποντας τηλεόραση καθώς το μοναδικό πράγμα που μοιάζει να μεταβάλλεται στα δελτία ειδήσεων είναι ο καιρός! Η μεγαλύτερη φρίκη βέβαια είναι ότι ο ΑΝΤ1 εξακολουθεί να παίζει Ζάχο Δόγκανο και Κωνσταντίνου και Ελένης…
Κατά τα άλλα αντί για την τιμή των ζαρζαβατικών ή της γαλοπούλας, που συζητήθηκε εκτενώς στην TV τα Χριστούγεννα, αυτό που προεβλήθη ως είδηση τις μέρες του Πάσχα ήταν η τιμή του αρνιού και χωρίς να εξαντλήσω την φαντασία μου υποθέτω ότι την καθαρή δευτέρα μιλούσαν για την τιμή της λαγάνας και του ταραμά και μάλλον δεν πέφτω πολύ έξω. Το αστείο είναι ότι όλα αυτά παρουσιάζονται κάθε φορά με έναν τέτοιο τόνο και με μια αφοπλιστική σοβαρότητα σαν να πρόκειται για ζητήματα πρώτου μεγέθους σε μια χώρα που πάσχει παντού σε επίπεδο δομών, θεσμών και υποδομών. Όταν δεν υπάρχει δωρεάν παιδεία και δωρεάν υγεία, όταν οι νέοι εργάζονται ανασφάλιστοι, όταν οι ασφαλισμένοι δεν θα βγουν στην σύνταξη ποτέ και όταν υπάρχει έλλειμμα δικαιοσύνης και δημοκρατίας και σε αρκετούς τομείς ακόμα και καταπάτηση ανθρωπίνων ελευθεριών, δεν μπορεί να είναι πρόβλημα το αν το αρνάκι κάνει 10 ή 12 ευρώ το κιλό, δεν είναι αυτό που κάνει την χώρα καλύτερη ή χειρότερη, δεν είναι αυτό που μας στερεί την ποιότητα ζωής.
Την ποιότητα ζωής μας την στερεί η καθημερινότητα μας, όχι το πόσο μας κοστίζουν οι γιορτές, αλλά το γενικότερο κόστος του να ζει κανείς σε αυτή τη χώρα και αυτό δεν είναι απαραίτητα οικονομικό αλλά ταυτόχρονα ψυχολογικό, αισθητικό, χρονικό κλπ. Το σκηνικό της αποσύνθεσης είναι μόνιμο και προφανές σχεδόν παντού.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποσύνθεσης είναι ο Σταθμός Λαρίσης. Ως τακτικός χρήστης του σιδηροδρομικού δικτύου γνωρίζω πολύ καλά την κατάσταση που επικρατεί εδώ και χρόνια. Η αναμονή για την αγορά απλού εισιτηρίου ξεπερνά την μια ώρα και αυτό είναι κάτι που το ξέρω καλά γιατί μου έχει συμβεί παραπάνω από μια φορές. Όμως όταν για ένα ταξίδι έξι ωρών αναγκάζεται κάποιος να περιμένει μιάμιση ώρα για να αγοράσει απλά το εισιτήριο και όταν αυτό συμβαίνει όχι κατ’ εξαίρεση αλλά κατά κανόνα και παρόλα αυτά τα τελευταία χρόνια δεν έχει αλλάξει τίποτα απολύτως στον τρόπο πώλησης και διανομής τότε ο ΟΣΕ (και κατ’ επέκταση αυτή η χώρα) δεν σε βλέπει ως άνθρωπο αλλά ως πρόβατο, ούτε καν ως πορτοφόλι γιατί τότε ίσως να είχες κάποια τύχη. Οι ουρές αναμονής ανατολικού τύπου είναι κάτι που δεν ανέχομαι και ειδικά όταν δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος εξυπηρέτησης (π.χ. προπώληση μέσω internet, άλλη εταιρεία, άλλα σημεία προπώλησης) εξεγείρομαι. Το πρώτο γράμμα διαμαρτυρίας προς τον ΟΣΕ για το συγκεκριμένο μόνιμο φαινόμενο το έστειλε ο πατέρας μου πριν δύο ή τρία χρόνια και η απάντηση ήταν ότι «ο ΟΣΕ βρίσκεται σε στάδιο αναδιάρθρωσης και ζητά την κατανόηση του επιβατικού κοινού». Νομίζω ότι το ίδιο θα έλεγαν και σήμερα όπως είμαι απολύτως βέβαιος ότι το ίδιο θα πουν και αύριο και μεθαύριο και αυτό δεν χρειάζεται μαντικές ικανότητες αλλά κοινή λογική.
Μικρή Παρένθεση: (Παρόλο που δεν νευριάζω συχνά, ο θυμός και ο εκνευρισμός είναι πράγματα που δεν θέλω να τα κρατάω μέσα μου γιατί αν δεν τα πω εκεί που πρέπει μπορεί κάποια μέρα να καταλήξω να χτυπάω την γυναίκα μου ή τα παιδιά μου και να παίρνω χάπια και άλλα τέτοια και αυτό, εκτός ότι δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ απάνθρωπο! Έτσι, σε όλες τις περιπτώσεις που έχω πρόβλημα με το σύστημα και το πως αυτό λειτουργεί επισκέπτομαι τον προϊστάμενο, στην συγκεκριμένη περίπτωση τον σταθμάρχη, και αρχίζω τα παράπονα, όχι μόνο για να δικαιωθώ αλλά και για να περάσει η ώρα και να ξεδώσω. Την πρώτη φορά που το έκανα ήταν στην ΔΕΗ στην Θεσσαλονίκη. Είχα ήδη περιμένει μισή ώρα και η «μοναδική» υπάλληλος που ήταν διαθέσιμη από την ώρα που μπήκα εξυπηρετούσε το ίδιο άτομο ενώ εγώ περίμενα απλά μια υπογραφή για επανασύνδεση καθώς μου το έκοψαν αφού είχα καθυστερήσει την πληρωμή του λογαριασμού για μια ολόκληρη μέρα! Από το διπλανό γραφείο ακουγόταν μουσική και γελάκια πράγμα που σήμαινε ότι η μοναδική υπάλληλος δεν ήταν και τόσο μοναδική. Έτσι αφού διαμαρτυρήθηκα στην κοπέλα κι εκείνη με έγραψε στα τέτοια της πήγα στο γραφείο του προϊσταμένου ο οποίος έπινε καφέ και του ζήτησα χαμογελώντας να μου κάνει κι εμένα έναν καφέ για να περάσει η ώρα γιατί είχα βαρεθεί να περιμένω. Αντί για καφέ ο προϊστάμενος με εξυπηρέτησε και μου ζήτησε συγγνώμη γιατί ήταν νέος στο πόστο και υπήρχε έλλειψη προσωπικού αλλά δεν έφταιγε αυτός. Φυσικά, φεύγοντας πήρα την μικρή μου εκδίκηση, είπα σε αυτούς που περίμεναν ότι αν πάνε στον προϊστάμενο θα τους εξυπηρετήσει εκείνος κι έγινα καπνός!)
Επιστρέφουμε στον Σταθμό Λαρίσης λοιπόν. Περίπου το ίδιο με την ΔΕΗ συνέβη τον Δεκέμβρη όταν επισκέφθηκα τον σταθμάρχη για να διαμαρτυρηθώ για την τεράστια ουρά, το χαλασμένο μηχάνημα που δεν εξέδιδε πλέον αριθμό προτεραιότητας και την ανύπαρκτη ενημέρωση από τους υπαλλήλους στα γκισέ για το αν εμείς που δεν έχουμε αριθμό προτεραιότητας θα εξυπηρετηθούμε πριν κλείσουν τα γκισέ. Παρόλο που αυτό θα συνέβαινε μετά από τρεις ώρες κανείς δεν μπορούσε να μου πει αν πρέπει να περιμένω ή να φύγω και όταν ρώτησα η απάντηση ήταν σαφής, «τι να σου πω;»… Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στα εκδοτήρια για απλές αμαξοστοιχίες και η κατάσταση ήταν βιβλική, την ίδια στιγμή στα γκισέ που εξυπηρετούσαν τις γραμμές intercity η κατάσταση ήταν καλύτερη. Αφού αναζήτησα τον σταθμάρχη για αρκετή ώρα τελικά τον βρήκα και αφού διαμαρτυρήθηκα σε έντονο αλλά ευγενικό ύφος μου είπε «δίκιο έχεις» και με συνόδευσε σε ένα γκισέ που εξέδιδε εισιτήρια για intercity και είχε μόλις ανοίξει, ζήτησε από τον υπάλληλο να με εξυπηρετήσει κι εγώ αγόρασα ένα εισιτήριο για απλή αμαξοστοιχία.
Έχοντας την εμπειρία των Χριστουγέννων κατά την Πασχαλινή μου επίσκεψη στον σταθμό και όταν διαπίστωσα ότι η ουρά είναι και πάλι της τάξης της ωριαίας αναμονής έκανα το ίδιο. Ο σταθμάρχης αφού δικαιολογήθηκε ελαφρώς μου είπε και πάλι, «τι να σου, δίκιο έχεις» και με συνόδευσε σε ένα γκισέ όπου ο υπάλληλος μου έκοψε εισιτήριο ακριβώς όπως την προηγούμενη φορά.
Μπορεί κάποιοι να πουν ότι ευνοήθηκα σε βάρος κάποιων άλλων, ότι με αυτόν τον τρόπο δεν αλλάζει η κατάσταση αλλά απλά διαιωνίζεται ένα πρόβλημα και δεν θα έχουν άδικο, άλλωστε τα ίδια θα έλεγα κι εγώ, όμως δεν θα έχουν και εντελώς δίκιο. Είχα στόχο να διαμαρτυρηθώ, όχι να ευνοηθώ, και ήμουν ο μοναδικός που διαμαρτυρήθηκα εκπροσωπώντας τους άλλους, εντελώς μόνος μου επιχείρησα να προσεγγίσω την «αρχή» ή αυτόν που είναι πλησιέστερα σε αυτήν για να εκθέσω ένα πρόβλημα που δεν ήταν αποκλειστικά δικό μου, αλλά πρόβλημα όλων. Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι (το πρόβλημα των οποίων επιχειρούσα να εκθέσω) στέκονταν παθητικά αποδεχόμενοι την αναμονή σαν ένα είδος μοίρας, με τον ίδιο τρόπο που αποδέχονται την κατάντια και την μιζέρια σε όλους τους τομείς της ζωής τους/μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν έφευγα από την ΔΕΗ, βγαίνοντας από το γραφείο του προϊστάμενου, οι υπόλοιποι που περίμεναν στην ουρά με κοίταζαν σαν τον Μεσσία που θα τους έφερνε το χαρμόσυνο νέο, ότι τα βρήκα με τον προϊστάμενο και θα ανοίξει δεύτερο γκισέ, ότι θα έρθει κι άλλος υπάλληλος κλπ. όμως όταν αρχικά είπα ότι θα πήγαινα στον προϊστάμενο κανείς δεν είχε την πρόθεση να με ακολουθήσει και να με υποστηρίξει, ή καλύτερα να ΜΑΣ υποστηρίξει. Μάλιστα, ίσως μέσα τους με θεώρησαν γραφικό που πήγαινα να αλλάξω μια κατάσταση. Ίσως να φταίει ότι το σύστημα εδώ συνοδεύεται και από ένα είδος πίστης ότι δεν θα αλλάξει τίποτα.
«Φίλε, εδώ είναι Ελλάδα» μου είπε ένας υπάλληλος καθώς περίμενα έξω από το γραφείο του σταθμάρχη όταν του είπα το πρόβλημα μου, είμαι βέβαιος ότι το βράδυ γύρισε σπίτι και έβλεπε Λαζόπουλο και το χειρότερο είναι ότι ίσως αυτή να ήταν η πιο ηχηρή διαμαρτυρία της ζωής του.
