
Οι Έλληνες πιστεύουν στο «per se», στο «καθαυτό», ότι δηλαδή πράγματα ή διαδικασίες, θεσμοί ή πρόσωπα είναι καλά ή κακά εγγενώς και με τρόπο απόλυτο και όχι κατά περίσταση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Έλληνας σε όλα τα πράγματα κοιτάζει το «τι» ή το «ποιος» και χάνει το «πως» καθώς δεν αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα είναι σχετικά. Κοινώς, δεν υπάρχει ιδανική λύση, μια λύση δεν λύνει ένα πρόβλημα ή αν το κάνει γεννά τότε νέα προβλήματα, στην πραγματικότητα η λύση διαπραγματεύεται ανάμεσα σε πολλά προβλήματα και προσπαθεί να τα εξισορροπήσει. Όμως ο Έλληνας κουβαλάει την αλήθεια του, με τον σταυρό ή το πλακάτ στο χέρι, με την μολότωφ ή με την σημαία πάντα πιστεύει στην απόλυτη λύση και στην δική του ουτοπία, ευτοπία για τον ίδιο αλλά συχνά δυστοπία για κάποιους άλλους.
Το πρόβλημα με τις ουτοπίες είναι ότι κανείς πρέπει να τις πιστέψει, όχι να τις σκεφτεί, δεν είναι τυχαίο ότι όλες αναφέρονται σε αφηρημένες έννοιες και σε γενικές εξωτερικότητες που είναι υπερσυγκεντρωτικές, ο θεός, ο λαός, το έθνος, επιδιωκόμενος προστάτης όλων αυτών πάντα το κράτος. Έτσι επικρατεί το γενικό και όχι το σχετικό, η ετερονομία έναντι της αυτονομίας, η ιδέα έναντι της πράξης (η διαμαρτυρία είναι μεν πράξη αλλά πράξη αποδόμησης, η αντιπρόταση και η δόμηση είναι πράξη). Σέβομαι την εργαλειακή χρήση της ουτοπίας ως μέσο για την μετατόπιση της πραγματικότητας και ως τέτοιο την χρησιμοποιώ, δεν μπορώ όμως να την δεχθώ όταν γίνεται μανιφέστο, πίστη, αρχή και τέλος γιατί τότε στερείται ρεαλισμού και λειτουργεί σε βάρος όλων. Κι ας λέει ο Le Corbusier ότι «η ουτοπία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο», η πικρή αλήθεια είναι ότι οι ουτοπίες του Le Corbusier απέτυχαν να γίνουν πραγματικότητες και το άυριο έγινε χθες, ίσως και προχθές. Φυσικά κάποιοι έχουν κάθε δικαίωμα να περιμένουν ακόμα για το αύριο που θα φέρει την κάθαρση, την λύτρωση ή την επανάσταση. Όμως κι εγώ έχω κάθε δικαίωμα να θεωρώ ότι η ουτοπία είναι εργαλείο για την διεκδίκηση μιας καλύτερης πραγματικότητας, όχι όμως και ο στόχος.
Ένα άλλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η αποσπασματική θέαση των πραγμάτων συχνά με τρόπο ομφαλοσκοπικό που αγνοεί την εξωτερική πραγματικότητα. Μερικές φορές από εδώ συνειδητοποιώ ότι για τους Έλληνες υπάρχει μόνο η Ελλάδα και ότι προσπαθούν να φτιάξουν κάτι σαν φράγμα για να αποτρέψουν οποιαδήποτε αλλαγή που έχει ήδη συντελεστεί αλλού να λάβει χώρα εκεί. Αυτό δεν είναι παρά μια ακόμα ουτοπία η οποία προφανώς δεν θα αντέξει για πολύ. Τα φράγματα χρειάζονται υλικά, δεν γίνονται με χώμα και πέτρες και όταν περατωθούν αφήνουν μια ελεγχόμενη ροή, όχι μόνο για να μη σπάσουν από την πίεση, αλλά και για να ποτίζεται που και που η έρημος που υπάρχει από πίσω τους.
Ναι, μια έρημος υπάρχει από πίσω γεμάτη καμήλες και καμπούρες και εκτός ότι όλοι βλέπουν μόνο τις καμπούρες των άλλων και όχι την δική τους, αναλώνουν τόσο χρόνο στο να γελούν ή να καταγγέλλουν καμπούρες που τελικά η έρημος μένει έρημος. Έρημος η Ελλάδα, έρημος και τα πανεπιστήμια.
Το Ελληνικό πανεπιστήμιο είναι κακό… κάκιστο και η αιτία εντοπίζεται πολύ απλά στο γεγονός ότι δεν είναι δημόσιο όπως κάποιοι θέλουν να λένε αλλά κρατικό. Όποιος καταλαβαίνει τη διαφορά καταλαβαίνει πολλά και μπορεί να συναισθανθεί το πόσο αστείο μου μοιάζει αυτό που ακούω σαν σλόγκαν από όλες τις πλευρές αυτές τις μέρες, «η υπεράσπιση του χαρακτήρα του δημόσιου πανεπιστημίου».
Είναι αστεία αυτά που λέει η κυβέρνηση και ακόμα κι αν υπάρχει ένα ίχνος σοβαρότητας, όπως και να το κάνουμε δικαιούμαι να μην μπορώ να ακούω για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από ένα κόμμα του οποίου η φοιτητική παράταξη απαρτίζεται από ξανθιές γκόμενες και τυπάκια με τζελ στο μαλλί που ακούνε Βίσση και μιλάνε αποκλειστικά για ρούχα, καλλυντικά, ποδόσφαιρο και αυτοκίνητα. Sorry dudes, δεν θα πάρω την μεταρρύθμιση σας γιατί για εμένα είστε η κοινωνία του light, πιο ελαφρείς από τους ελαφρείς και δεν θεωρώ ότι είστε αρκετά ικανοί ή διαβασμένοι ώστε να περιφρουρήσετε τον χαρακτήρα του δημόσιου πανεπιστημίου. Άλλωστε πανεπιστήμιο για εσάς είναι ο χώρος που γίνονται τα πάρτι που πρέπει να πληρώσεις είσοδο για να μπεις στη σχολή σου και να δεις Ρωσσίδες να τσιτσιδώνονται (βλέπε ΠΑΜΑΚ, γύρω στο 2002, όποιος θυμάται ας κάνει comment).
Αστείοι όμως είναι και αυτοί που φωνάζουν λίγο περισσότερο, δηλαδή οι υπόλοιποι φοιτητές. Συμμερίζομαι τις αγωνίες όμως όσοι υπερασπίζονται το κατ’ αυτούς «δημόσιο πανεπιστήμιο», άθελα τους μοιάζουν να στηρίζουν τον αποτυχημένο κρατισμό που α) τους στοιβάζει σε βρώμικες σχολές και σε αμφιθέατρα που σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετούν το ένα τρίτο του συνόλου, β) τους χρησιμοποιεί σαν φαντάρους και τους στέλνει να σπουδάσουν στην Κομοτηνή και την Ξάνθη γιατί το κράτος θέλει να κάνει καλύτερη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού αλλά ταυτόχρονα δεν παρέχει στέγαση, γ)τους αφήνει έρμαια καθηγητών οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται αμισθί για να δουλεύουν στα ερευνητικά τους προγράμματα και να μασουλάνε τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής ένωσης, που τελικά παράγει μηδενική έρευνα, δ) που έχει διδακτορικούς που δεν πληρώνονται, ε) έχει 407δες που πληρώνονται σαν δούλοι και στ) παράγει κακούς φοιτητές, οι οποίοι συχνά γίνονται κακοί επαγγελματίες. Μέσα σε όλα αυτά οι φοιτητές λένε «όχι στον εργασιακό Μεσαίωνα», και γαμώ τα συνθήματα… αλλά ο Μεσαίωνας είναι ήδη εδώ και τελικά με την στάση τους οι ίδιοι τον συντηρούν. Κοινώς, προκειμένου να μην υπάρχει εκμετάλλευση από τους ιδιώτες (ελληνική ιδεοληψία) επιτρέπουν να τους εκμεταλλεύεται το κράτος.
Από την άλλη το καθολικό τους «όχι» στα ιδιωτικά πανεπιστήμια γιατί αυτό υποβαθμίζει τα δημόσια ακούγεται τουλάχιστον σαν ανέκδοτο και ο λόγος είναι ότι τα ιδιωτικά υπάρχουν ήδη τόσο εντός Ελλάδος αλλά και εκτός, απέχουν μόλις δύο ώρες με το αεροπλάνο και τα Ελληνικά δημόσια ήδη καλούνται να τα ανταγωνιστούν. Αν επιστρέψω Ελλάδα το πτυχίο του TU Delft (μιλάω για το πτυχίο όχι για τις ικανότητες) δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί επαρκώς απόφοιτος ελληνικού πανεπιστημίου που δεν έχει κάνει μεταπτυχιακό στο το εξωτερικό (συνάδελφοι εύχομαι να μη με βρείτε στον δρόμο σας). Επιπλέον τα δημόσια υποβαθμίζονται όχι από τα ιδιωτικά αλλά από τις κακές τους επιδόσεις στην έρευνα, τις κακές τους εγκαταστάσεις, τα απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών, τους καθηγητές λαμόγια που κρύβονται πίσω από την μονιμότητα τους και τρώνε από τα ερευνητικά προγράμματα και την κρατική εκμετάλλευση (1000 φοιτητές σε σχολές για 200). Δεν ξέρω αν τελικά τα ιδιωτικά μπορούν μέσω του ανταγωνισμού που θα προκύψει να εξυγιάνουν ή να σκοτώσουν τα δημόσια όμως ξέρω ότι υπάρχουν και ότι είναι ουτοπικό να μιλάμε σαν να είναι εκτός πλαισίου και να λέμε «όχι». Θα έπρεπε ήδη εδώ και χρόνια να έχει αρχίσει η κουβέντα για το πως μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε., και όχι απλά μέσα στα πλαίσια της Ελλάδας, το Ελληνικό κρατικό πανεπιστήμιο θα αποκτήσει ειδικό βάρος και θα είναι δημόσιο με όλη της σημασία της λέξης, ουσιαστικά και όχι ονομαστικά, και ταυτόχρονα ανταγωνιστικό έναντι των ξένων και όχι των εγχώριων ιδιωτικών! Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η διαρκής άρνηση χωρίς αντιπροτάσεις οδηγεί μόνο στην καθολική υποταγή.
Κάτι που δεν έχουν καταλάβει οι περισσότεροι είναι ότι δυστυχώς ο θεσμός του κράτους σαν μηχανισμός παραγωγής και οικονομικής εισφοράς έχει όχι απλά αποτύχει αλλά κυριολεκτικά πεθάνει και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Τα κράτη και κάθε είδους συγκεντρωτικές δομές καταρρέουν οικονομικά και γι’ αυτόν τον λόγο έχουν γίνει λιγότερο συγκεντρωτικά και έχουν περιοριστεί στον ρόλο του ελεγκτή, του φοροεισπράκτορα και του θεσμοθέτη – νομοθέτη. Από εκεί που προσέφεραν εργασία και ήταν οι κυρίαρχοι επενδυτές για την ανάπτυξη της εκάστοτε χώρας, έχοντας πλέον αποτύχει, στοχεύουν να προστατεύσουν τους αδύνατους προσφέροντας κοινωνική πρόνοια και παροχές, ίσες ευκαιρίες, αξιοκρατία, νομική προστασία από την ενδεχόμενη εκμετάλλευση από το κεφάλαιο κλπ (το αν τα καταφέρνουν είναι άλλη ιστορία και δεν θα την αναπτύξω εδώ, πάντως κάπου τα καταφέρνουν). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι λίγο δύσκολο να περιμένει κανείς από υπερχρεωμένα και αργοκίνητα κράτη (όπως το ελληνικό) ή καταρρέοντες κρατικούς οργανισμούς (όπως οι ελληνικοί) να επενδύσουν στα πανεπιστήμια για να παράγουν έρευνα και τεχνολογία γιατί πολύ απλά τους στοιχίζει περισσότερο από όσο τους αποδίδει και είναι ευκολότερο να την αγοράζουν από ιδιώτες ή απ’ έξω και το «ευκολότερο» σημαίνει πιο οικονομικό και για τον φορολογούμενο πολίτη. Αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα είτε μας αρέσει είτε όχι.
Το κρατικό πανεπιστήμιο που είναι κάθε άλλο παρά δημόσιο κοστίζει στον Έλληνα φορολογούμενο πολλαπλάσια από ότι θα κόστιζε αν ήταν ιδιωτικό. Άκουσα πρόσφατα στην TV από κάποιον πανεπιστημιακό ότι είναι πρόβλημα η ελλιπής χρηματοδότηση των πανεπιστημίων. Αυτό είναι μόνο η μισή αλήθεια, η άλλη μισή είναι το που πάνε τα λεφτά που δίνονται. Εγώ δεν θα πω ότι κλέβουν, όχι γιατί δεν το πιστεύω αλλά γιατί είναι αφόρητα κλισέ και εξαιρετικά αποπροσανατολιστικό για δύο λόγους α) δεν μπορεί να το αποδείξει κανείς γιατί αν μπορούσε θα τους έκανε μήνυση και β) γιατί τα πολλά λεφτά χάνονται από τον τρόπο που το δημόσιο πανεπιστήμιο τα διαχειρίζεται και τα ελέγχει. Οι διαδικασίες των συναλλαγών του δημοσίου με ιδιώτες που είναι χρονοβόρες κάνουν το κόστος μιας συναλλαγής του δημοσίου με ένα ιδιώτη τριπλάσιο από ότι αν την έκανε ιδιώτης με ιδιώτη. Δεν υπερβάλω καθόλου και μάλιστα αν συνυπολογίσουμε το κόστος των ελέγχων και της γραφειοκρατίας για την ολοκλήρωση της συναλλαγής το κόστος πολλαπλασιάζεται!
Η ερώτηση έρχεται εύλογα και λέει «γιατί λοιπόν να μην διεκδικήσουμε ένα καλύτερο δημόσιο πανεπιστήμιο;» και η απάντηση το ίδιο εύλογα λέει ότι τόσο τα επιχειρήματα όσο και οι πρακτικές των διεκδικήσεων τόσα χρόνια έχουν όχι μόνο αποτύχει άλλα έδωσαν και πάτημα σε αυτούς που έκαναν τις αλλαγές να τις κάνουν μόνοι τους, χωρίς τη συμμετοχή των φοιτητών οι οποίοι έλεγαν όχι. Μάλλον λοιπόν το φοιτητικό κίνημα κάπου κάνει λάθος ή καλύτερα κάνει πολλά λάθη. Είναι πάρα πολλά τα οξύμωρα σχήματα. Από τα φοιτητικά μου χρόνια θυμάμαι σε γενικές συνελεύσεις το αίτημα «σύνδεση με την αγορά εργασίας» το οποίο με ενοχλούσε γιατί ήμουν υπέρ της ακαδημαϊκής φύσης του πανεπιστημίου και ακόμα είμαι. Αμέσως μετά από αυτό το αίτημα όμως ακολουθούσε το «έξω οι επιχειρήσεις από τι σχολές» το οποίο τότε υποστήριζα φοβούμενος ότι κάτι τέτοιο θα μετάλλασσε το πρόγραμμα σπουδών προς όφελος των επιχειρήσεων. Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι εκτός του ήταν υπερβολικό αυτό που κάναμε τότε, σαν να φωνάζαμε προληπτικά «λύκος λύκος», ήταν και εξαιρετικά οξύμωρο από την άποψη ότι η σύνδεση με την αγορά εργασίας ήταν κάτι που επιδιώκαμε και στην αγορά υπάρχουν ιδιώτες στους οποίους όμως εμείς αρνούμαστε την συνεργασία για την παραγωγή έρευνας που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θα απέφερε κέρδος και στο πανεπιστήμιο και στους φοιτητές οι οποίοι θα αποκτούσαν και εμπειρία από την έρευνα, ίσως χρήματα και ευκαιρίες για εργασία και σίγουρα δημοσιεύσεις. Αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα θα δει ότι δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να γίνει σύνδεση με την αγορά όπως εμείς τότε ζητούσαμε (όποιος βρει άλλον τρόπο ας αφήσει σχόλιο). Αντί λοιπόν να καθίσουμε και να συζητήσουμε σοβαρά για το πως θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε τις συνθήκες ώστε να είμαστε εμείς τα αφεντικά στην σχέση μας με τις επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να προστατεύσουμε την σχολή μας και τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα των σπουδών μας, εμείς λέγαμε προληπτικά «όχι» γιατί η επιχειρήσεις είναι κάτι a priori «κακό» και θέλουν να μας εκμεταλλευτούν. Βέβαια, όλοι όσοι έλεγαν αυτά τότε τελείωσαν και σε τέτοιες επιχειρήσεις δουλεύουν τώρα, έχοντας μάλιστα δεχθεί να εργαστούν αμισθί καταλαμβάνοντας θέσεις εργασίας κάποιων άλλων που θα πληρώνονταν.
Η διεκδίκηση λοιπόν ενός καλύτερου δημοσίου πανεπιστημίου προϋποθέτει μια πιο ρεαλιστική και πιο συνολική στάση που θα θέτει τα προβλήματα στην βάση τους, θα έχει διαμορφωμένες προτάσεις και δεν θα αναζητά απαντήσεις και επιχειρήματα μόνο όταν έρχονται νέα νομοσχέδια προς ψήφιση. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω και μια φοιτητική παράταξη που να έχει ξεκάθαρο πλάνο για το δημόσιο πανεπιστήμιο και θέσεις ουσιαστικές; Όχι άλλα ευχολόγια και ευκαιριακά συνθήματα. Βέβαια θα μου πείτε εδώ δεν υπάρχει κόμμα που να έχει κάτι τέτοιο.
Ξέρω ότι κάποιοι αναμασώντας την καραμέλα θα πείτε ότι παρόλα αυτά το «ελληνικό πανεπιστήμιο είναι καλό, υπάρχουν τόσοι Έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό» και εγώ θα σας απαντήσω ότι η αυτή η άποψη είναι άκρως αντιφατική και ότι δεν κάνει τίποτα παρά να αποδεικνύει ότι οι Έλληνες διαπρέπουν στο εξωτερικό ακριβώς επειδή το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι κάκιστο και δεν μπορούν να διαπρέψουν στην Ελλάδα. Αντίθετα ο Γερμανός διαπρέπει στην Γερμανία, ο Ολλανδός στην Ολλανδία, ο Σουηδός στη Σουηδία κλπ. Ο Έλληνας διαπρέπει στην Αγγλία, στην Ολλανδία, στις ΗΠΑ όχι όμως στην Ελλάδα και δεν θα με πείσετε όσο κι αν χτυπάτε τον κώλο σας κάτω. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια αν και το πιο πικρό είναι το σκηνικό των ημερών.
Είδα αυτές τις μέρες πολλά ποστ τα οποία δυστυχώς αναλώθηκαν στην επιφάνεια του προβλήματος και των προβλημάτων γενικότερα. Όλα είναι θεμιτά βεβαίως, αλλά από την άλλη πάσχουμε όλοι και μαζί μας πάσχουν όλα και γι’ αυτό το μοναδιαίο παράδειγμα, η περιπτωσιολογία αν προτιμάτε, δεν δικαιώνει το συλλογικό ούτε ανοίγει το πεδίο του διαλόγου, αντίθετα το στοχεύει σε μια μικρή κλίμακα και το κρατά κλειστό με τρόπο που βολεύει αυτούς που θέλουν να κάνουν τις αλλαγές και αυτούς που θέλουν να εκμεταλλευτούν τις αλλαγές. Επιπλέον, αν το πρόβλημα είναι η δομή του πανεπιστημίου και το αν πρέπει να υπάρχει αξιολόγηση ή ιδιωτικά πανεπιστήμια, εξειδίκευση κλπ τότε μπορεί ο καθείς να θίξει το ζήτημα και να μιλήσει για τα δομικά του χαρακτηριστικά και αν μπορεί να μας πείσει, άλλωστε οι απόψεις δεν είναι θέσει αλλά φύσει σωστές. Το πρόβλημα δεν είναι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο Κουράκης, ο ΓΑΠ, ο Πλεύρης, ο Χεϊζάνογλου ή ο Bob ο Μάστορας και σε κάθε περίπτωση το να στοχοποιείται κάθε φορά κάποιος, δικαίως ή αδίκως, είναι αποπροσανατολιστικό για την παραγωγικότητα του διαλόγου. Δεν υπερασπίζομαι κανένα Κουράκη και κανένα ΣΥΡΙΖΑ όμως υπερασπίζομαι την ουσία γιατί μου έχει κάνει εντύπωση ότι οι περισσότεροι bloggers γράφετε θεωρόντας τα γραφόμενα σας ουσιαστικά ενώ δεν είναι απαραιτήτως έτσι. Αυτό δεν το έχετε αντιληφθεί και εξακολουθείτε να αναλώνεστε σε αυτό ενώ υπάρχει ένα σύμπαν σημαντικών πραγμάτων προς διάλογο που καταλήγει να μένει στο περιθώριο. Το πρόβλημα είναι το επουσιώδες του διαλόγου και η στόχευση σε πρόσωπα και όχι σε θεσμούς. Αν δεν πάρετε απόφαση ότι η κουβέντα πρέπει να έχει σαν βάση το τι είδους παιδεία θέλετε δεν θα το λύσετε ποτέ, ούτε ο Κουράκης θα το λύσει, ούτε ο Παπανδρέου, ούτε ο Κωστάκης, ούτε κι εγώ. Όλοι μαζί θα το λύσουμε αλλά προϋπόθεση είναι να ξέρουμε τι θέλουμε και να ξέρουμε τι λέμε και όχι να περιφερόμαστε μεταξύ ουτοπίας και μαλακίας όπως κάνουν όλοι αυτές τις μέρες.
