Ο Δ έβγαλε φλας, έστριψε αριστερά και επιτάχυνε περνώντας μπροστά από την στάση του λεωφορείου. Εδώ και πολλά χρόνια δεν περιμένω πια εκεί όμως το βλέμμα μου καρφώνεται σε αυτήν την στάση κάθε φορά που περνώ από μπροστά. Πέρασα εκεί πολλά πρωινά να περιμένω το λεωφορείο που δεν είχε αξιόπιστο ωράριο ή συχνότητα για να πάω σχολείο. Εκεί παρέα με το φίλο μου τον Μ ανταλλάζαμε σκέψεις καθισμένοι στο μεταλλικό κάθισμα της στάσης, ή καλύτερα μισοκαθισμένοι καθώς η σχολική τσάντα που κουβαλούσαμε δεν μας επέτρεπε να ακουμπήσουμε αναπαυτικά στην πλάτη του καθίσματος. Το πιο άβολο όμως ήταν ότι όντας καθισμένοι το διαφημιστικό σταντ της στάσης κάλυπτε την θέα από και προς τον δρόμο κι έτσι έπρεπε να σηκωνόμαστε και να βγαίνουμε έξω από αυτή για να δούμε αν έρχεται το λεωφορείο. Έτσι, δεν ήταν λίγες οι φορές που το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει γιατί ούτε το είδαμε να έρχεται ούτε κι ο οδηγός μας είδε που περιμέναμε. Επίσης δεν ήταν λίγες οι φορές που το λεωφορείο πέρασε αλλά δεν σταμάτησε γιατί ήταν γεμάτο ή γιατί πήγαινε με χίλια και μας είδε την τελευταία στιγμή. Κάποιες άλλες φορές απλά δεν πέρασε καθόλου… Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η λύση ήταν το τρέξιμο, δύο χιλιόμετρα με την γλώσσα έξω για να προλάβουμε την πρώτη ώρα και να μην φάμε απουσία…
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι η ιστορία με το λεωφορείο δεν ήταν μια κατάσταση κακής οργάνωσης αλλά μια μικρογραφία της Ελλάδας. Ένα αναξιόπιστο σύστημα που σε αφήνει στην μοίρα σου, αδιαφορεί παρόλο που είσαι εκεί, συχνά περνάει από μπροστά σου αλλά δεν σου επιτρέπει την πρόσβαση, σε εγκαταλείπει χωρίς να φταις εσύ και μετά σου ζητάει και τα ρέστα και τελικά εσύ πρέπει να τρέξεις μόνος σου για να μη σε τιμωρήσει κι από πάνω για όλα αυτά που συμβαίνουν και για τα οποία δεν φταις. Βιώνοντας αυτόν τον υποτυπώδη αποκλεισμό αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει είναι το πώς αυτός ο αποκλεισμός λειτουργεί τελικά ως εγκλεισμός. Είναι οξύμωρο αλλά είμαστε τελικά εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτή την κατάσταση του αποκλεισμού, εγκλωβισμένοι έξω από το λεωφορείο, έξω από τη ζωή, έξω από την αξιοπρέπεια, έξω από την αλήθεια και συχνά έξω την πραγματικότητα.
Έχοντας μια αίσθηση του παραπάνω, πριν ακόμα το βίωμα το συγκροτήσω ως γνώση αλλά έχοντας το στο μυαλό μου ως αιτία, πριν από δύο και κάτι χρόνια τα μάζεψα κι έφυγα για σπουδές στην Ολλανδία χωρίς να ξέρω αν θα επιστρέψω. Άφησα πίσω ανθρώπους που αγαπούσα κι ακόμα αγαπώ, πληγώνοντας κάποιους από αυτούς και για να είμαι ειλικρινής το κουβαλάω μέσα μου ως βαρύ φορτίο γιατί κι εγώ πληγώθηκα φεύγοντας. Όμως συνήθως κατά την φυγή έχεις την ψευδαίσθηση ότι το τραύμα επουλώνεται και ότι η αλλαγή, το καινούριο, μπορεί να είναι το φάρμακο που θα φέρει την θεραπεία, όμως συχνά είναι μόνο το αναλγητικό που απλά καλύπτει τον πόνο του τραύματος χωρίς να το επουλώνει. Στην Ολλανδία οι σπουδές μου ήταν επιτυχείς, επιτυχέστατες, όμως για μια σειρά από λόγους συνδυασμένους με ατυχείς συγκυρίες, υποχρεώσεις και την οικονομική κρίση αποφάσισα να επιστρέψω ή αν προτιμάτε σε κάποιο βαθμό αναγκάστηκα και μαζί εξανάγκασα κι ο ίδιος τον εαυτό μου, μάλλον γιατί κατά βάθος δεν ήθελα να μείνω άλλο, δεν άντεχα να ζω ως «ξένος». Βασικό επιχείρημα της επιστροφής ήταν ότι η επιτυχία μπορεί ως έννοια να τέμνεται με την ευτυχία αλλά δεν συμπίπτει με αυτή. Έτσι, καθώς η ανάγκη μου για ευτυχία υπερέχει από αυτήν για επιτυχία διάλεξα το πρώτο. Κάπως έτσι πριν τρεις μήνες επέστρεψα στην Ελλάδα για να έρθω αντιμέτωπος με κάποια ζητήματα.
Το πρώτο είναι η διαπίστωση ότι για κάποια πράγματα άργησα, σαν να έχασα το λεωφορείο πάλι και να πρέπει να τρέξω για να προλάβω και να μην φάω κι άλλη απουσία, εκτός της διετούς. Πρέπει να ξαναγνωριστώ με κάποιους ανθρώπους και να ξανασυστηθώ σε κάποιους άλλους, πρέπει κυρίως να αποδεχθώ ότι τα πράγματα δεν παρέμειναν όπως τα άφησα και επιπλέον να αφομοιώσω, να κατανοήσω και να προσαρμοστώ σε όλα όσα άλλαξαν όσο έλειψα. Κι αν αυτό σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων όσο κι αν είναι στενόχωρο παραμένει λογικό και λύνεται με τον καιρό, η πραγματικότητα που το επενδύει το πολλαπλασιάζει και το διογκώνει καθώς δεν επιτρέπει την ομαλή μετάβαση κι αυτό είναι το δεύτερο ζήτημα που καλούμαι να αντιμετωπίσω.
Έτσι λοιπόν η πατρίδα την επιστροφή μου αποφάσισε να την τιμήσει με ένα φύλλο κατάταξης στον στρατό που, αν και γραμμένο με μπλε στυλό, πάνω δεξιά γράφει με κόκκινο «ανυπότακτος». Ο λόγος της ανυποταξίας μου ήταν η ξαφνική αλλαγή των ορίων στράτευσης το καλοκαίρι του 2006 όταν μετά από προγραμματισμό περίπου ενός έτους έφυγα για Ολλανδία. Εγώ είχα προγραμματίσει, είχα γίνει δεκτός, είχα πληρώσει και εκείνοι απλά άλλαξαν τον νόμο την στιγμή που έφευγα. Με βάση τον παλιό νόμο είχα δικαίωμα αναβολής για δυο χρόνια με τον νέο μόνο έναν (που τελικά δεν μου δόθηκε ούτε αυτός γιατί το master μου ήταν διετές). Κοινώς, ενώ με τον παλιό νόμο είχα δικαίωμα να φύγω και να επιστρέψω χωρίς πρόβλημα με τον νέο με έβγαλαν ανυπότακτο μαζί με πολλούς άλλους, με τον ίδιο τρόπο που τα λεωφορεία περνούν όποτε θέλουν και σταματούν για να σε πάρουν όταν θέλουν αυτά, αν δεν μπεις τρως την απουσία, με κόκκινο στυλό πάντα… Ίσως σε ένα τέτοιο κράτος το «ανυπότακτος» να είναι τίτλος τιμής, έτσι επιβραβεύει η Ελλάδα τους νέους επιστήμονες, με στρατοδικείο. Και για να αποφύγω πιθανά σχόλια διευκρινίζω ότι παρουσιάστηκα οικειοθελώς στην στρατολογία. Παρόλα αυτά ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο για τον οποίο κάποιος, αυθαίρετα και χωρίς να ρωτήσει, αλλάζει έναν νόμο και επί της ουσίας διαλέγει για λογαριασμό μου το πότε θα κάνω κάτι και το πως θα προγραμματίσω τη ζωή μου.
Το πιο τραγελαφικό είναι ότι ακριβώς όπως σε όλες τις συναλλαγές με το δημόσιο, έτσι και στον στρατό, κατά την κατάταξη σου ζητούν ακτινογραφία θώρακος. Πιθανότατα είναι ένας τρόπος για να σε φέρουν αντιμέτωπο με τα νεύρα σου, την γραφειοκρατεία, το ΕΣΥ και όλο το χάος για το οποίο έχουν κάνει απίστευτο κόπο για να το στήσουν, γιατί πράγματι θέλει πολύ κόπο για να κάνεις κάτι να λειτουργεί τόσο άθλια…
Έφτασα πριν τις 8 γεγονός αξιοθαύμαστο σε σχέση με τις ώρες που είχα κοιμηθεί (ίσως τρεις), πληροφορίες πουθενά. Εκείνη την ώρα μια υπάλληλος του νοσοκομείου έβριζε μια κοπέλα η οποία είχε παρκάρει σε θέση που ήταν υποτίθεται για το προσωπικό του νοσοκομείου παρόλο που δεν το έγραφε πουθενά. «30 χρόνια δουλεύουμε εδώ κι έρχεστε εσείς και δεν έχουμε που να παρκάρουμε, θα έπρεπε να ντρέπεσαι». Αφού η κυρία μας δίδαξε ότι το δικαίωμα στο παρκάρισμα είναι ευθέως ανάλογο των χρόνων υπηρεσίας και ότι η παραβίαση αυτού του άγραφου νόμου συνιστά αιτία για να ντρέπεται κανείς, αποσύρθηκε πιθανότατα για να ασχοληθεί με αρρώστους δείχνοντας την μεγαλοψυχία της. Αφού περίμενα μισή ώρα για ένα χαρτί με το όνομα μου που το έγραψα ο ίδιος και μια σφραγίδα, με έστειλαν στην γραμματεία του ακτινολογικού όπου δεν υπήρχε κανείς. Περίμενα παρέα με τον πατέρα μου και κάτι γερόντια και καθώς ο κόσμος πολλαπλασιαζόταν δραματικά, περίπου μισή ώρα μετά άρχισα να βρίζω ευγενικά μαζί με τον πατέρα μου. Η περίπλοκη και εξειδικευμένη δουλειά της γραμματέως, δηλαδή το να κρατάει ραντεβού, να ενημερώνει βιβλία κίνησης και να βαράει σφραγίδες, προφανώς δεν επέτρεπε την άμεση εύρεση αντικαταστάτη οπότε το πράγμα καθυστερούσε κι άλλο και εμείς μαζί με κάποιους άλλους συνεχίζαμε να βρίζουμε. «Ησυχάστε κύριε, έχετε δίκιο» μου είπε ένας υπάλληλος. «Δεν θέλω κύριε να έχω δίκιο, θέλω να έχω την ακτινογραφία μου και να πάω σπίτι μου» είπα. Μετά από λίγη ώρα ακόμα και αρκετό βρίσιμο με διάφορους τύπους που δούλευαν στο νοσοκομείο (και αφού κάποιοι Ελληνάρες όσο εμείς βρίζαμε για να τους φέρουμε γραμματέα κοίταξαν πως να μας φάνε την σειρά γιατί αυτό είναι το DNA του Έλληνα) εμφανίστηκε μια κυρία η οποία ήταν η αντικαταστάτρια. Όταν την ρωτήσαμε το όνομα του προϊσταμένου και της υπαλλήλου που απουσίαζε μας είπε ότι είναι «μόνο η αντικαταστάτρια» και ότι δεν θα τα ακούσει αυτή αλλιώς δεν θα μας εξυπηρετήσει. Μετά από σχετικό βρίσιμο και αφού άρχισε να δουλεύει το πράγμα ήρθε η σειρά μου και της είπα ότι θέλω μια ακτινογραφία θώρακος. «Θα σου κλείσω ραντεβού για αύριο» μου λέει. Εκείνη την ώρα κι έχοντας φάει όλη τη μαλακία του πράγματος στη μάπα έσκυψα προς το μέρος της κι άκουσα τον εαυτό μου να της λέει «είμαι εδώ και περιμένω από το πρωί, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να φάω τη μέρα μου και να τελικά να έρθω αύριο για να φάω την ίδια ταλαιπωρία με σήμερα, μια ακτινογραφία θώρακος θέλω, όχι εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς». Με κοίταξε και μου ανακοίνωσε, «δεν μπορώ να κάνω κάτι…». Εκείνη τη στιγμή τσαλάκωσα το χαρτί που κρατούσα και πήγα να φύγω βρίζοντας αλλά ο πατέρας μου που ήταν λίγο πιο πέρα με πρόλαβε και άρχισε να της τα χώνει φωνάζοντας, «θα με εξυπηρετήσεις τώρα αλλιώς θα σας κάνω μεγάλη πλάκα». Τότε η τύπισσα τρομαγμένη και με μια άγαρμπη ευγένεια μου είπε να μπω μόνος μου στους γιατρούς και να τους πω τι θέλω κι ότι θα με δεχθούν… Το έκανα και μια άλλη γκόμενα εκεί μου είπε ότι πρέπει πρώτα να μου ανοίξουν φάκελο στη γραμματεία, «Έλεος». Μετά από διαδοχικά πήγαινε έλα, δικά μου και του πατέρα μου μεταξύ γραμματείας, γιατρών και προϊσταμένης τελικά κατάφερα και μπήκα κι έβγαλα την ακτινογραφία σε μια διαδικασία που διήρκεσε 30 δευτερόλεπτα και για την οποία περίμενα βρίζοντας επί δύο και κάτι ώρες. Όταν βγήκα κάθισα δίπλα στον πατέρα μου που είχε ηρεμήσει λίγο, εγώ ακόμα μέσα στα νεύρα και την νύστα δεν είχα όρεξη να μιλήσω, μόνο σκεφτόμουν σκέψεις περίπλοκες με το δηλητηριασμένο μυαλό μου. Εκείνη την στιγμή πέρασε από μπροστά μας ένα παλικάρι, με σοβαρό πρόβλημα στο πόδι, με μια πατερίτσα και την υποβοήθηση μιας κυρίας που μάλλον ήταν η μητέρα του. «Αυτά είναι προβλήματα, όχι το σημερινό σκηνικό, να χαίρεσαι που δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο», είπε ο πατέρας μου διαβάζοντας την σκέψη μου, μόνο που την διάβασε μισή γιατί εγώ σκέφτηκα τι είχε τραβήξει αυτός ο άνθρωπος που προφανώς χρειαζόταν κάτι πιο σύνθετο από μια ακτινογραφία θώρακος, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι στη θέση του εγώ ή άνθρωποι δικοί μου και να βιώνουμε την ταλαιπωρία του. Σκέφτηκα ότι έτσι είναι όλα στην Ελλάδα, σκέφτηκα πόση βλακεία είχα δει κι ακούσει σήμερα και πόσο πολύ αναξιοπρέπεια υπάρχει, μετά κατάλαβα ότι κι εγώ έγινα αναξιοπρεπής, με έκαναν να γίνω γιατί δεν αντιλαμβάνονται τα προφανή, γιατί δεν κάνουν τη δουλειά τους, γιατί σε γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Άνθρωποι που έχουν μηδενική παιδεία και που δεν έχουν τις στοιχειώδεις ευαισθησίες ορίζουν τη ζωή σου. Άνθρωποι που έχουν καταλάβει μια θεσούλα και λειτουργούν το σύστημα έχοντας ως εξέχοντα προσόντα το εξής ένα, ήταν παιδιά κομματικών στρατών. Πόσοι έχουν χάσει τη ζωή τους από αυτό το χάος που λέγεται ΕΣΥ; Πόσοι άλλοι έχουν χαραμίσει τη ζωή τους εξαιτίας αυτού του κράτους που δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα; Η αστυνομία είναι σαν το ΕΣΥ, το ΕΣΥ είναι σαν τον ΟΣΕ, ο ΟΣΕ είναι σαν την παιδεία, η παιδεία είναι σαν τον στρατό, όλα είναι σαν το λεωφορείο και τελικά πάντα εσύ τρως την απουσία, καμία φορά αν είσαι πιο άτυχος πεθαίνεις κιόλας… Ξανακοίταξα το παιδί που κούτσαινε, έβαλα το πρόσωπο μου μέσα στις παλάμες μου και από τα νεύρα, την νύστα και την απελπισία δάκρυσα…
Όταν επέστρεψα σπίτι άνοιξα το κανάλι της βουλής. Εν μέσω οικονομικής κρίσης κι ενώ οι αγρότες είναι στον δρόμο η συνεδρίαση ήταν αφιερωμένη στον στρατηγό Πλαστήρα. Στο βήμα ήταν ο Σιούφας ο οποίος διάβαζε το «σκέφτομαι και γράφω» του στο οποίο εκθείαζε τον μεγάλο άνδρα μιλώντας για την σημασία της συλλογικής αποδοχής της ιστορίας και την αξία της ιστορικής μνήμης… Προφανώς η στροφή στον παρελθόν δεν είναι παρά ο επιτηδευμένος και άτεχνος στρουθοκαμηλισμός ενός κράτους και μιας χώρας χωρίς παρόν και μέλλον.
(Ο Χάρης και οι αγελάδες του θα παρουσιαστούν την Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου για να υπηρετήσουν με χιούμορ και αξιοπρέπεια αυτήν την πατρίδα που περιγράφεται παραπάνω προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την δημιουργική επάνοδο τους. Αν τους πετύχετε σε κάποιο στρατόπεδο, σε σκοπιά ή στο ΚΨΜ, μη διστάσετε να τους ζητήσετε τσιγάρο. Παρόλο που δεν καπνίζουν θα χαρούν να κουβεντιάσουν μαζί σας…)