(Περί στρατιωτικού χρόνου, συνέχεια από το προηγούμενο με αφορμή την κουβέρτα του ’55)
1.
Οι μέρες κυλούν ανεβάζοντας και κατεβάζοντας σημαίες. Κάθε μέρα μια έπαρση και μια υποστολή, συνοδευόμενες από το γνωστό ήχο τύπου ταραταζούμ που δεν είναι παρά η απόδειξη ότι ο στρατός έχει χιούμορ (φυσικά χωρίς να το θέλει) και φροντίζει να το υπενθυμίζει σε καθημερινή βάση. Έτσι, καθώς μέρα με τη μέρα η σημαία παλινδρομεί στον ιστό ο ευθύγραμμος χρόνος κινείται πλέον κυκλικά. Ίσως φταίει το ρολόι που ώρες ώρες μοιάζει να γυρνάει προς τα πίσω, ίσως οι σφραγίδες με την ημερομηνία που πρέπει να περιστρέφω καθημερινά για να σφραγίζω, σημειώνοντας ημερομηνίες αποστολής και παραλαβής πριν υπογράψω και αναλάβω την ευθύνη ενός τίποτα. Ο στρατιωτικός χρόνος (όπως και ο μοναστηριακός και ο εργοστασιακός) μοιάζει με μια αέναη επανάληψη, μια κυκλικότητα η περιστροφή της οποίας είτε σε εγκλωβίζει σαν δίνη στον στρατό και την ρουτίνα του σαν κεντρομόλος είτε σε πετάει έξω με περισσότερη δύναμη, σαν φυγόκεντρος που μοιραία αναπτύσσεται… Χρησιμοποιόντας την φυγόκεντρο έχω πετάξει γάντζο στον προσεχή Φλεβάρη (ημερομηνία απολύσεως), ψάχνω ημερομηνίες ενδιάμεσα και αφορμές για να πατήσω και να ανέβω, μια άδεια, μετάθεση μια έξοδο. Σπάω στο μυαλό μου (και όχι το μυαλό μου) την κυκλικότητα του χρόνου σε κομμάτια και φτιάχνω σκαλοπάτια. Άλλωστε εκτός από κυκλικότητα ο στρατός είναι αποσπασματικότητα και κατάτμηση, κατάτμηση αρμοδιοτήτων, χρόνου, συναισθημάτων, κινήσεων, χώρων… αν πω σκέψεων θα έχω ξεφύγει, στον στρατό δεν σκεφτόμαστε, εκτελούμε όσα σκέφτονται οι άλλοι για λογαριασμό μας…
2.
Μέσα σε αυτή την αποσπασματικότητα δεν είναι καθόλου δύσκολο να χαθείς μέσα σε τεχνητές κατατμήσεις, σε θραύσματα της πραγματικότητας. Ο μικρόκοσμος της αρβύλας σου τη στιγμή που τη γυαλίζεις ή δένεις τα κορδόνια σου γίνεται μεγάκοσμος και συχνά συγκροτεί σαφή όρια. Έτσι, είναι στιγμές που υπάρχει μόνο η πράξη, η στιγμή. Τα κίνητρα που την ενεργοποιούν, οι αιτίες που την επιβάλουν, το τελικό αποτέλεσμα, δεν υπάρχουν, δεν συμμετέχουν. Υπάρχει μόνο ένα χέρι, ή ένα σώμα, που εκτελεί μια κίνηση σαν μηχανή που αποσπάται από το πρίν και το μετά. Καθώς δένω τα κορδόνια μου δεν σκέφτομαι τι θα κάνω αφού τα δέσω, αυτό θα το ξέρω μόνο μετά το τέλος της διαδικασίας, συχνά χωρίς να το σκεφτώ, προς στιγμήν υπάρχουν μόνο τα κορδόνια. Μόνο όταν τα δέσω θα πω με ανακούφιση «πάει κι αυτό» και αυτόματα θα ξεκινήσει κάτι άλλο. Η αρβύλα, το ξύρισμα, η αναφορά, το πρωινό, το μεσημέρι, η μέρα, η εβδομάδα είναι καταστάσεις – μεγέθη που συγκροτούν πολλαπλά αλληλοσυνδεόμενα «μέχρι»… Μέχρι την έξοδο, μέχρι την άδεια, μέχρι την απόλυση, ίσως απλά «μέχρι να κοιμηθώ» – (πόσο θέλω να κοιμηθώ!)
1 + 2 = 3.
Αυτό είναι ο στρατός, αλληλοσυνδεόμενες μικροκλίμακες, παρατιθέμενες χρονικά με τρόπο σειριακό που παραδόξως συγκροτεί κυκλικότητες (φαινομενικά). Ίσως καθόλου παραδόξως τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως ακριβώς επειδή λειτουργεί σειριακά καταδικάζεται στην επανάληψη και καταλήγει να παράγει κυκλικότητες. Βεβαίως θα μπορούσε κανείς να το δει κι ανάποδα, ο στρατιωτικός χρόνος είναι προκατασκευασμένες κυκλικότητες που κανείς από ανάγκη διασπά σε χρονικές μικροκλίμακες που συνδέει σειριακά, διασπά τον χρόνο σε στιγμές για «να την παλέψει». Σε κάθε περίπτωση προφανώς η κυκλικότητα και η σειριακότητα υπηρετούν η μία την άλλη. Σε αυτό το σύμπαν της κατασκευασμένης επανάληψης που συγκροτείται από πολλαπλά διαδοχικά «μέχρι», η ενασχόληση με το ελάχιστο, η παραγωγή του ελαχίστου, η στείρα διεκπεραίωση δεν είναι παρενέργειες, είναι η φυσική συνέπεια. Το ζητούμενο καταλήγει να είναι όχι το αποτέλεσμα και η ουσία του αλλά το επόμενο βήμα, το μετά το αποτέλεσμα, το μετά το μέχρι… Το μετά τον στρατό…
(Μέχρι τότε παραμένω σε στάση προσοχής…)