Archive for the ‘Πολιτισμός’ Category

h1

Μαμά, μπαμπά, με δείχνει η τηλεόραση!

31/03/2010

Στην τηλεόραση που θα με καλέσουν θα μιλήσω για την τελευταία μου φωτογράφιση και στην επόμενη φωτογράφιση θα βγω λίγο πιο προκλητικά για να με ξαναδείξει η τηλεόραση και την επόμενη φορά που θα πάω στην τηλεόραση θα δείξω και λίγο βυζί (λίγο μόνο) να γίνω πιο πόπιουλαρ μπας και βρεθεί κανένας πενηνταπεντάρης λεφτάς κι εργένης να με πάρει από τα αλώνια στα σαλόνια, να κάνουμε κι έναν γάμο (σε εκκλησία πάντα) με είκοσι χιλιάδες καλεσμένους και ζωντανή σύνδεση με το δελτίο των 9, να κάνουμε κι ένα παιδί να το φωτογραφίζουμε κι αυτό εδώ κι εκεί, χωρίς να το ρωτήσουμε… Μέχρι να μπει τρίτο πρόσωπο ανάμεσα μας, να τσακωθούμε και να αποφασίσουμε το διαζύγιο και να στείλουμε και δελτίο τύπου… πριν καταθέσουμε αίτηση διαζυγίου…

Μέσα σε αυτό το σύμπαν των τηλεοπτικά διαζευγμένων, ερωτευμένων, παντρεμένων και σε όλες τις περιπτώσεις τηλε-εκδιδομένων η Τζούλια θα μπορούσε να είναι η πιο αξιοπρεπής όλων αν δεν είχε πει αυτό το «εμού και του ιδίου» αναφερώμενη στην κάμερα που την κατέγραφε και ισχυριζόμενη αρχικά ότι δεν γνώριζε. Αντίθετα, από την αρχή θα έπρεπε να είχε πει σε όλους αυτούς τους αυτόκλητους σωτήρες της κάτι άλλο, «ναι ρε μαλάκες, έκανα τσόντα και το έκανα για τα λεφτά», κι αυτό είναι τουλάχιστον ειλικρινές και σίγουρα λιγότερο χυδαίο από την σχεδόν καθολική, συγκαλυμμένη χυδαιότητα που παρελαύνει στην TV πίσω από μια μάσκα σοβαροφάνειας, ηθικολογίας και καθωσπρεπισμού.

Ίσως σας φανεί σοκαριστικό, αλλά θεωρώ ότι το πορνό είναι πιο ειλικρινές και καθαρό σαν προϊόν από αυτό που πλασάρει η ιδιωτική τηλεόραση καθημερινά. Αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι γίνεται με τη συγκατάθεση των συμμετεχόντων, συνήθως μιας ενήλικης κυρίας και ενός ενηλίκου κυρίου, ή ακόμα και σε πιο μπερδεμένους συνδυασμούς, κύριος με κύριο, κυρία με κυρία, κύριοι και κυρίες κλπ αλλά μεταξύ ενηλίκων πάντα. Εκτός από τος πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ των παρτενέρ στην τσόντα τα πράγματα είναι συνήθως ξεκάθαρα, δεν σε μπερδεύει κάτι, πληρώνεις την τιμή που ορίζει ο παραγωγός και ξέρεις περίπου τι θα δεις και πως. Αν θες υπόθεση βρίσκεις μια ταινία με υπόθεση, αν όχι βρίσκεις μια χωρίς, πάντα όμως είναι χωρίς διαφημίσεις και διακοπές και κουραστικές αναβολές. Αν δεν σου αρέσουν τα προκαταρκτικά πας στο κυρίως πιάτο με fast forward και αν σε τρώει η περιέργεια με τον ίδιο τρόπο το πας στο τέλος, αν και μάλλον ξέρεις από την αρχή τι θα γίνει στο τέλος, εκτός αν είσαι πολύ μικρός ή πολύ αθώος και δεν ξέρεις ακόμα ότι τα μωρά ΔΕΝ τα φέρνει ο πελαργός! (sorry guys) Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, στην τσόντα υπάρχει, αρχή, μέση και κυρίως τέλος (και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα).

Αντίθετα στο ελληνικό τηλεοπτικό σύμπαν δεν υπάρχει αρχή και κυρίως δεν υπάρχει τέλος. Επικρατούν τα συνεχή υπονοούμενα, τα ψευτο-κουτο-πόνηρα σχόλια, το cliché και κακόγουστο σεξουαλικό χιούμορ, τα αβυσσαλέα ντεκολτέ και οι κοντές φούστες, η περιφορά μιας ανικανοποίητης ή και επιτηδευμένης λαγνείας από δημοσιογράφους, παρουσιαστές, καλεσμένους, ηθοποιούς, τραγουδιστές, μοντέλα, στάρλετς της μιας νύχτας, παίκτες τηλεπαιχνιδιών κλπ κλπ. Για να επιστρέψω στην αναλογία με την τσόντα η ελληνική TV είναι σαν ερωτικό παιχνίδι που μένει στα προκαταρκτικά, τα οποία μοιάζουν να αφήνουν μια διαρκώς επεκτεινόμενη και ανακυκλούμενη υπόσχεση για σεξ, για ένα σεξ που διαρκώς αναβάλλεται και τελικά ποτέ δεν γίνεται, κι όταν πάει να ξεκινήσει κόβεται ή καλύτερα όταν κόβεται δίνει την εντύπωση ότι θα ξεκινούσε.

Μπορώ να βρω πάρα πολλά παραδείγματα, ξεκινώντας από τα προφανή και άμεσα που ακολουθούν είτε τα Μπερλουσκονικά τηλεοπτικά πρότυπα είτε αυτά των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Στην πρώτη περίπτωση η βασική Μπερλουσκονική ιδέα (την οποία μοιάζει να επιθυμεί να ακολουθήσει και στην πολιτική) είναι απλή και γι’ αυτό επιτυχής. Γεμίζουμε ένα πάνελ με ωραίες νέες γυναίκες, κατά προτίμηση ημίγυμνες, ή ακόμα καλύτερα ελαφρά ντυμένες. Η δουλειά τους είναι κυρίως να λικνίζονται, με τρόπο που υπόσχεται να αποκαλύψει, είτε από πρόθεση είτε από ατύχημα, περισσότερα από όσα ποτέ θα επιτρεπόταν πραγματικά στον θεατή να δει (και από όσα ποτέ θα δει). Συνεργός και συνάμα εμπόδιο στην θέαση ο χειριστής της κλειδαρότρυπας, ο καμεραμάν, ο οποίος με βιαστικά πλάνα θα δείξει κλεφτά και στιγμιαία τον ποπό ή το στήθος της χορεύτριας χωρίς όμως να επιμείνει σε αυτά τα σημεία, όλα είναι τόσο έντεχνα φτιαγμένα ώστε να κατανέμουν σωστά τις δόσεις τυχαιότητας και σκοπιμότητας του πλάνου, ώστε παίζοντας με τον τηλεθεατή να του γενούν διαρκώς και να μεταθέτουν την προσδοκία… Για ποιο πράγμα; ίσως για ένα στιγμιαίο βλέμμα στο εσώρουχο, για λίγο παραπάνω εκτεθειμένο στήθος από όσο συνήθως, για λίγο περισσότερο μπούτι και έτσι η προσδοκία διατηρείται, μετατίθεται, διογκώνεται μέχρι που στο τέλος… Στο τέλος «κυρίες και κύριοι ένα διάλλειμα για διαφημίσεις!». Στοιχεία από το παραπάνω μοντέλο τηλεόρασης μπορείτε να βρείτε σε πολλές πρωινές εκπομπές, σε κάποια μεσημεριανά προγράμματα, μερικώς στις ειδήσεις του Star και βεβαίως στον Θέμο Αναστασιάδη.

Στην δεύτερη περίπτωση, η λογική του πρώην ανατολικού μπλοκ είναι παρόμοια αλλά λίγο πιο ακραία, κι αυτό όχι γιατί το γυμνό ή το λάγνο είναι ακραίο από μόνο του, αλλά γιατί γίνεται ακραίο όταν αποτελεί αυτοσκοπό και καταλήγει να εισβάλλει παντού, ακόμα κι εκεί που δεν έχει θέση. Κάπως έτσι μια όμορφη κοπέλα καταλήγει να γδύνεται μπροστά σε χάρτες με θερμοκρασίες, ανέμους και βαρομετρικά, εκφωνώντας το δελτίο καιρού σαν sexy Μελανίτης. Βέβαια η ελληνική πρωτοτυπία θριαμβεύει και εδώ, γιατί ενώ η Ρωσίδα πρωτοπόρος «Πετρούλα» δεν δίστασε να γδυθεί εντελώς, η ελληνική εκδοχή της, έφτασε μέχρι τα εσώρουχα και για να μπορέσει να κρατήσει το ενδιαφέρον των τηλεθεατών αμείωτο χωρίς να χρειαστεί να βγάλει κι άλλα, επιστράτευσε ένα αφόρητα επιτηδευμένο νάζι, με την ελπίδα να καλύψει τη διαφορά στήθους… Στήθος το οποίο δεν θα είχε πρόβλημα να μας δείξει αν δεν υπήρχε το ραδιοτηλεοπτικό. Άλλωστε γι’ αυτό υπάρχουν και οι γυμνές φωτογραφίσεις σε περιοδικά, κάπως πρέπει να ζήσουν και αυτά…

Κι αν τα παραπάνω είναι τα άμεσα και προφανή, η ιστορία της τηλεοπτικής λαγνείας, της μετατιθέμενης σεξουαλικότητας, της πονηρής κλεφτής ματιάς που γεννά την επιθυμία της προσδοκίας και την προσδοκία της επιθυμίας, είναι μόνο η αρχή της από τηλεοράσεως διείσδυσης στο άβατο του άλλου.
Είναι εκπληκτικό και μαζί τρομακτικό το πώς ακόμα και η μαγειρική γίνεται αντικείμενο και αφορμή για την καλλιέργεια του φαντασιακού, για παιχνίδι με σεξουαλικά υπονοούμενα, κι ακόμα κι όταν το ερωτικό και λάγνο μοιάζει να απουσιάζει παντελώς αυτό που παραμένει ίδιο με αυτά που περιγράφονται παραπάνω είναι η έκθεση των κάθε είδους αποκρύφων με τρόπο αντικανονικό και χυδαίο σε βαθμό ενοχλητικό όταν συχνά όλο αυτό φέρει μια επίπλαστη μάσκα ηθικής, καλοσύνης και φιλανθρωπίας από την πλευρά των τηλεοπτικών παραγωγών.

Έτσι, αφού σου μαγειρέψουμε και οι έξι και διαλέξεις με ποιον θα πας ταξίδι, σου φτιάχνουμε το σπίτι, το εστιατόριο, το ξενοδοχείο, διακανονίζουμε τα χρέη σου και τελικά σου βρίσκουμε νύφη ή γαμπρό, κατά προτίμηση αγρότη, ή αν έχεις χωρίσει σε αφήνουμε να έρθεις σε εμάς να ξεφτιλίσεις τον πρώην σου στο πανελλήνιο που θα σε κοιτάζει αποσβολωμένο καθώς θα ξοδεύεις το Γουορχολικό δεκαπεντάλεπτο σου. Αυτό που θέλουμε γι’ αντάλλαγμα σε αυτά τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας είναι τα άπλυτα σου, τα απόκρυφα σου, τα απαγορευμένα σου, τελικά εσένα τον ίδιο να σε ταΐσουμε στο τηλεοπτικό κοινό που είναι έτοιμο να σε φάει, από μίσος ή από αγάπη (όπως στην ταινία «το άρωμα»).

Η προσδοκία του τηλεθεατή, δεν είναι το καλό ή το κακό, είναι η προσδοκία της κλειδαρότρυπας, η ηδονή από την κλεφτή ματιά από τον καναπέ του στο απαγορευμένο του άλλου, στο απαγορευμένο του σώματος του, στο απαγορευμένο του χώρου του, στο απαγορευμένο των συναισθημάτων του, στο απαγορευμένο του παρελθόντος του, του παρόντος του, των προσδοκιών του άλλου για τον μέλλον… Στο απαγορευμένο της ζωής του, το ιδιωτικό! Ακόμα κι αν μας φαίνεται ότι αυτό δεν έχει να του δώσει κάτι άμεσα, είναι βέβαιο ότι ο τηλεθεατής θα βρει κάτι να πάρει. Ενδεχομένως να ικανοποιήσει την δίψα του για ασφάλεια, ή να επιβεβαιώσει τις ανασφάλειες του, πιθανόν να αναζητήσει την θέση του ανάμεσα στους άλλους, να βρει κοινά και διαφορές με τους άλλους, σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι θα βρει λόγο και τρόπο να ετεροπροσδιοριστεί, ταυτιζόμενος ή διαφοροποιούμενος με τους πρωταγωνιστές που βλέπει στον δέκτη του.
Σε αυτό που περιγράφεται πιο πάνω, η επαφή με το άλλο, με τον άλλο, δεν είναι άμεση, δεν είναι διαλεκτική, δεν είναι καν διαδραστική. Είναι μια κατανάλωση που γίνεται αποκλειστικά από την οθόνη, παθητικά, γραμμικά και κυρίως μοναχικά! Όπως συνήθως καταναλώνεται και το πορνό…
Κάπου εδώ τραβάω την γραμμή και αφήνω να σκεφτεί ο καθένας μόνος του τι είναι πιο ηθικό, πιο έντιμο, πιο ανθρώπινο ή ίσως λιγότερο απάνθρωπο.

Τη δική μου άποψη θα την πω επιστρέφοντας στα της τσόντας. Το πρόβλημα της ελληνικής τηλεόρασης με την Τζούλια δεν είναι ηθικό, δεν αφορά μια συνείδηση για ένα κοινό καλό ή για μια δημόσια αιδώ που εθίγη. Το πρόβλημα τους δεν έχει να κάνει με κάποιο είδος ενδιαφέροντος για το καλό της ίδιας της κοπέλας. Το πρόβλημα τους είναι ότι δεν μπορούν να είναι οι ίδιοι οι παραγωγοί της τσόντας, οι ίδιοι παράγουν μόνο προκαταρκτικά, κλειδαρότρυπα χωρίς εκτόνωση, αυτό τους ενδιαφέρει, αυτό ανεβάζει θεαματικότητες και πουλάει τηλεοπτικό χρόνο για διαφημίσεις. Άλλωστε μέχρι τόσο τους επιτρέπει το ΕΣΡ. Η Τζούλια, ένα από τα υποπροϊόντα αυτής της TV και ένα από τα κύρια θέματα της κλειδαρότρυπας τους τα χάλασε, άνοιξε τη πόρτα, ξέφυγε από τα διαρκή προκαταρκτικά της ελληνικής TV, από τα κλεφτά πλάνα που αναζητούσαν να δείξουν στιγμιαία το στρινγκ της και έκανε βρώμικο σεξ μπροστά σε όλους υπό το φως των προβολέων και με την παρουσία κάμερας.

Αυτόματα, αυτό σήμανε και τυπικά ένα τέλος, το τέλος της αθωότητας της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ή καλύτερα της αθωότητας την οποία επιχειρούσε να πλασάρει η ελληνική TV χωρίς όμως να είναι καθόλου αθώα. Η Τζούλια άλλωστε είναι παιδί (ίσως το παιδί, με οριστικό άρθρο) της ιδιωτικής τηλεόρασης καθώς εκεί βρέθηκε από μικρή, εκεί μεγάλωσε, εκεί ενηλικιώθηκε κι έγινε γνωστή, εκεί δημοσιευόταν η ζωή της, εκεί αρχικά απολογήθηκε λέγοντας ψέματα για το DVD και εκεί αργότερα παραδέχθηκε ότι πληρώθηκε… εκεί ποιος ξέρει τι άλλο; Δεν θυμίζει όλο αυτό την ταινία Truman Show; Η ζωή της κοπέλας αυτής ήταν τσόντα και reality show μαζί, πριν η ίδια γυρίσει το DVD η τηλεόραση την χρησιμοποιούσε, την εξύψωνε, την καταδίωκε, την κατέκρινε, τελικά έκανε τα πάντα για να την παραδώσει στο τηλεοπτικό κοινό ως εικόνα που πουλάει (προς βρώση, κατακραυγή, ερωτική τέρψη κλπ), αλλά δεν έκανε τίποτα για να την προστατεύσει ως άνθρωπο…

Βέβαια, για να αποφύγω παρεξηγήσεις, παρόλο που ενοχοποιώ την τηλεόραση και το σύστημα της showbiz, σε καμία περίπτωση δεν εννοώ ότι το DVD είναι το αυτόματο αποτέλεσμα αυτής της τηλεοπτικής χυδαίας υπερ-έκθεσης. Όμως συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό, πλάθοντας γύρω από την κοπέλα ένα περιβάλλον που ευνοούσε μια αντίδραση Ηροστρατικού τύπου. «Αφού δεν με γουστάρετε όπως είμαι, γι’ αυτό που είμαι και δεν μπορείτε να με δεχθείτε και να με θυμάστε ως κάτι καλό θα σας κάνω να με θυμάστε με κάτι κακό»… Στόχος της ήταν αποκλειστικά η εντύπωση και τα μισάνοιχτα στόματα, ο λόγος που θα τα κρατούσε μισάνοιχτα ήταν αδιάφορος, αρκεί να μείνουν μισάνοιχτα… έτσι νόμιζε ότι έπρεπε γιατί έτσι την έμαθε η ίδια η TV…

Εγώ πάντως παραμένω αντιστάρ… Η δημοσιογράφος μπροστά από τον σταθμό του ηλεκτρικού, ευγενέστατη και με κλειστή την κάμερα με ρώτησε, «θα μας πείτε κάτι για την κρίση, για την ανεργία στους νέους;»… Κι εγώ της απάντησα «Δεν γίνεται… Δεν με αφήνει η μαμά μου!»… Μάλλον γιατί η απάντηση στο ερώτημα ήταν πιο hardcore από την τσόντα της Τζούλιας! (με πολλά μπιπ και X σε κόκκινο κύκλο)

h1

Αθήνα – Βερολίνο μέσω Καλαβρύτων… Η Ελληνική εφευρετικότητα!

06/03/2010

Δευτέρα πρωί, το υψωμένο μεσαίο δάχτυλο της Αφροδίτης της Μήλου στο εξώφυλλο του Γερμανικού περιοδικού Focus ήταν αρκετό για να γεμίσει το πρόγραμμα της πρωινής ζώνης… Άλλωστε κάτι τέτοια περιμένουν οι δημοσιογράφοι για να ταΐσουν ύπνο το αποχαυνωμένο κοπάδι των πρωινών νοικοκυραίων που επί χρόνια το αναθρέφουν μαθαίνοντας το να μηρυκάζει τις προκατ τηλεφερώμενες απόψεις, κατασκευάζοντας τεχνητά εχθρούς και ήρωες σε ένα παιχνίδι που η πραγματικότητα έρχεται δεύτερη, προηγείται η θεαματικότητα.

Ο Παπαδάκης στον ΑΝΤ1 φιλοξένησε τον καθηγητή (που διδάσκει αλήθεια;) ιστορίας και φιλολογίας κύριο Σαράντο Καργάκο τον οποίο δεν γνώριζα (πάει καιρός που δεν παρακολουθούσα εντατικά την ελληνική trash TV) αλλά με ελάχιστο κόπο τον βρήκα στο youtube να αγορεύει στην εκπομπή των αδελφών Γεωργιάδη «Ελλήνων έγερσις» και κατάλαβα. Στο απόγειο της τηλεοπτικής του καριέρας λοιπόν, ο κύριος Καργάκος εκλήθη από τον Παπαδάκη για να μιλήσει για τους Γερμανούς και την κατοχή, κρεμάμενος σαν σταφύλι από ένα παράθυρο σε μια οθόνη που με μεγάλα γράμματα έγραφε στο κάτω μέρος της (εκεί όπου η κάθε εκπομπή διαλαλά την πραμάτεια της όπως οι έμποροι στη λαϊκή), «Μνήμες από τη σφαγή στα Καλάβρυτα ξυπνούν οι προκλήσεις των Γερμανών»… Ο Καργάκος λοιπόν αγόρευε ομφαλοσκοπικά κι αυτάρεσκα εναντίον των «κακών» Γερμανών, μια κυρία περιέγραφε το δράμα που έζησε όταν οι γερμανοί εκτέλεσαν τον αδερφό της μαζί με άλλους 500 άνδρες και κάπου εκεί, στη διαδρομή Αθήνα – Βερολίνο μέσω Καλαβρύτων και Διστόμου, η δημοσιογραφική κακογουστιά των Γερμανών του Focus συνάντησε την κακόμοιρη, άστοχη, άκαιρη και ταυτόχρονα ψευτοτσαμπουκαλίδικη ελληνική ιστοριολαγνεία που πάντα βρίσκει τρόπους να δικαιώνει όλα τα στραβά των Ελλήνων ντύνοντας το ελληνικό έθνος με το πέπλο του ιστορικά αδικημένου και αποδίδοντας τις ευθύνες σε τρίτους…

Στο ALTER ο Αυτιάς, περνούσε στην αντεπίθεση προβάλλοντας (σε αποκλειστικότητα) το προσεχές εξώφυλλο του ελληνικού Focus το οποίο θα κυκλοφορήσει ως απάντηση στους Γερμανούς δημοσιεύοντας ένα άρθρο με τίτλο «Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ», το οποίο θα γραφτεί και στο εξώφυλλο με μεγάλα γράμματα και φωτογραφία του Χίτλερ που υψώνει φασιστικά το χέρι. Υποψιάζομαι ότι οι Γερμανοί θα απαντήσουν με εξώφυλλο που θα λέει «Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΙΑ» και φωτογραφία ένα σαλιγκάρι (είναι το πιο σαλιάρικο και γλοιώδες ον που μπορώ να σκεφτώ, μετά τον Αυτιά φυσικά). Παράλληλα με το εξώφυλλο που έπαιζε πάντα στο video wall της εκπομπής, στο πάνελ φιλοξενούσε και δυο δικηγορίνες οι οποίες θα κάνουν μήνυση στο Γερμανικό περιοδικό για συκοφαντική δυσφήμιση γιατί το άρθρο ήταν υβριστικό και έθιγε τον ελληνικό λαό (είπαν)…

Πίσω στον ANT1, o Παπαδάκης σε μια απόπειρα να χαϊδέψει τα αυτιά των νοικοκυραίων τηλεθεατών του, πριν κλείσει την εκπομπή του, πέταξε την cliché ατάκα των ημερών, «δεν ευθύνεται ο μέσος έλληνας για την κατάντια της χώρας»… Μήπως ευθύνεται ο μέσος Γερμανός;

Όμως επειδή το αυτονόητο στην Ελλάδα παραμένει μια πονεμένη ιστορία ας περάσουμε στην ανάλυση τώρα. Αρχικά, αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σε τέτοια θέματα, είναι η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται από τους παρουσιαστές η ανοησία, η ελαφρότητα, η αποσπασματικότητα και το cliché των απόψεων που φιλοξενούν στις εκπομπές τους. Με ενοχλεί αυτή η σπατάλη και η ανακύκλωση αυτού που κάθε φορά οι πολλοί (οι νοικοκυραίοι δηλαδή) θεωρούν προφανές και θέλουν να ακούσουν να λέγεται και από τηλεόρασης για να ικανοποιήσουν την αυταρέσκεια τους. Έτσι, το κοινωνικά και τηελοπτικά διαμορφωμένο cliché καταλήγει να λέγεται και ξαναλέγεται ακόμα κι αν είναι λάθος, σαν να υπάρχει τρόπος η επανάληψη να δικαιώσει το λάθος και να οδηγήσει στην κάθαρση, όπως η περιστροφή του Δερβίση οδηγεί στην Νιρβάνα.

Έτσι, η είδηση, αφού ανακοινωθεί, γίνεται σχόλιο το οποίο ακολουθείται από άλλο σχόλιο κλπ. πυροδοτώντας μια τεράστια ακολουθία σχολίων που καθιστά την ίδια την αρχική είδηση σχόλιο μεταξύ σχολίων με αποτέλεσμα η ενημέρωση να μην αφορά πια το γεγονός και την ουσία του αλλά όλα όσα περιβάλλουν το γεγονός, είτε σχετίζονται με αυτό έμμεσα είτε άμεσα. Το παράδειγμα του Focus είναι αυτό ακριβώς, δεν μας ενδιαφέρει η κρίση η οποία είναι η πραγματική είδηση, μας ενδιαφέρει ο σχολιασμός, αρχικά του Focus και μετά του Παπαδάκη και του Αυτιά, της Λαμπίρη το μεσημέρι η οποία θα σχολιάσει τι είπε ο Παπαδάκης το ίδιο πρωί, του Λαζόπουλου το βράδυ που θα τους σχολιάσει όλους μαζί… Και κάπου εκεί μείζον πρόβλημα του Έλληνα γίνεται το Focus και οι Γερμανοί. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το είδος δημόσιου διαλόγου έχει πλέον γίνει ο στόχος των δημοσιογράφων οι οποίοι αξιώνουν να λειτουργούν, όχι απλά ως εκπρόσωποι, αλλά και ως καθοδηγητές του λαού και το τρομακτικό είναι ότι έχουν κάνει και τον λαό να το πιστέψει… Οι ίδιες ανοησίες που ακούγονται στα τηλεοπτικά πάνελς γίνονται στη συνέχεια αντικείμενο κουβέντας στη δουλειά, στο σπίτι, στη λαϊκή με αποτέλεσμα να συνθέτουν μια «κοινή γνώμη» που παπαγαλίζει την βλακεία του Καργάκου, του Παπαδάκη, του Αυτιά, του τάδε ως έγκυρη άποψη και με κάνει να αναρωτιέμαι αν υπάρχει άλλος λαός που να σπαταλά τόσο πολύ λόγο, τόσο αντιπαραγωγικά, τόσο εσφαλμένα, ασύντακτα, αποσπασματικά, προκατασκευασμένα και άστοχα.

Και ας πούμε ότι θα μπορούσα να συμφωνήσω με τον Παπαδάκη, με το «δεν φταίει ο μέσος Έλληνας», αν δεν είχε προηγηθεί στην εκπομπή του όλη η υστερία εναντίον των Γερμανών και αν προσέθετε στην φράση του μια λέξη ακόμα, την λέξη «αποκλειστικά». Η αλήθεια είναι ότι δεν ευθύνεται ο μέσος Έλληνας αποκλειστικά, ευθύνονται όλοι οι Έλληνες, οι μέσοι, μικρομεσαίοι, μεγαλομεσαίοι και βεβαίως οι μεγαλομεγάλοι. Φταίει βεβαίως και η Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία προχώρησε σε νομισματική ένωση χωρίς πιο πριν να έχει σχεδιάσει μια κοινή οικονομική πολιτική (και ναι γι’ αυτό φταίνε οι Γερμανοί!). Φταίνε οι κερδοσκόποι, το σύστημα, όλα φταίνε. Εκτός όμως από τους μεγαλομεγάλους, το αδηφάγο καπιταλιστικό σύστημα και την ΕΕ φταίνε και οι «μέσοι» Έλληνες, η ευθύνη κάποιων μεγαλύτερων κέντρων δεν αφαιρεί αυτόματα την ατομική ευθύνη, ίσως το κάνει υπό προϋποθέσεις αλλά όχι πάντα και όχι σε αυτή την περίπτωση.

Προσοχή! Δεν λέω ότι οι «μέσοι» Έλληνες είναι αυτοί που έφεραν την χώρα στην κρίση. Λέω κάτι άλλο, λέω ότι το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα κατηγορείται ως μη αξιόπιστη δεν είναι ως γεγονός εντελώς αποκομμένο από το τι είναι ο «μέσος» Έλληνας και ποιες είναι οι αξίες του, τα όνειρα, οι διεκδικήσεις και οι προτεραιότητες του και πως διαμορφώθηκε η κουλτούρα του γενικότερα (όχι μόνο η καταναλωτική) μέσα από συγκεκριμένες σχετικά πρόσφατες ιστορικές συγκυρίες.

Άλλωστε, η οικονομική κρίση είναι απλά ένα μικρότερο πρόβλημα, ένα υποσύνολο μιας ευρύτερης κρίσης, όχι μόνο οικονομικής αλλά και αξιακής και όχι αποκλειστικά ελληνικής αλλά παγκόσμιας. Είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο σημείο της ύβρεως, όπως είπε η Ségolène Royal. Η κρίση δεν είναι μια παρενέργεια του συστήματος από λάθος χειρισμούς και από κερδοσκοπικά παιχνίδια κάποιων «κακών» όπως προσπαθούν να μας πείσουν κάποιοι, αλλά ένα πρόβλημα ενδοσυστημικό, εγγενές στον καπιταλισμό και στις δομές του (όπως θα έλεγε ο Zizek), όχι μόνο στον τρόπο που λειτουργεί ως οικονομικό σύστημα, αλλά κυρίως στον τρόπο που διαμορφώνει την κοινωνία, τους ανθρώπους, τις αξίες τους. Κι αυτό είναι το χειρότερο και το πιο τρομακτικό!

Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσα να ασκήσω πάρα πολύ έντονη και σκληρή κριτική στους Γερμανούς ή τους Ολλανδούς (τους οποίους γνωρίζω πολύ καλά) και τους βόρειους γενικότερα για την υπερβολική τους πίστη στο σύστημα, στα μοντέλα, στον σχεδιασμό, τον προγραμματισμό με τρόπο προκατασκευασμένο, παθητικά πειθαρχημένο, αποστειρωμένο και σκληρό. Μπορώ να γράψω σελίδες αναφερόμενος στο segmentation, το fragmentation, το classification και τα προβλήματα της συστημικής σκέψης τους, κατάλοιπο ενός δομικού λειτουργισμού, μονοσήμαντου, δυαδικού, γραμμικού, ντετερμινιστικού, συχνά οριακά φασιστικού! Όμως όσο με ενοχλεί ο Γερμανός και η κουλτούρα του άλλο τόσο με ενοχλεί ο Έλληνας, ίσως και περισσότερο γιατί είμαι υποχρεωμένος να τον υποστώ και να ζήσω μέσα στην ελληνική κουλτούρα.

Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, παρόλο που υπάρχουν πολλά ελαφρυντικά για την κατάντια της Ελλάδας, παρόλο που φταίει περισσότερο ένα παγκόσμιο σύστημα και λιγότερο ο «μέσος» οποιοσδήποτε και παρόλο που δεν αγαπώ τους Γερμανούς περισσότερο από τους Έλληνες, υπάρχουν τραγικά λάθη που επιβάρυναν και επιβαρύνουν την κατάσταση και αυτά είναι λάθη των Ελλήνων, όχι κάποιων άλλων.

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν εντελώς άδικο οι Γερμανοί όταν λένε ότι οι Έλληνες είναι ανεύθυνοι, παρόλο που το λένε για τους λάθος λόγους και στοχεύοντας σε λάθος σημεία. Δεν είναι μόνο τα ψευδή οικονομικά στοιχεία που έδωσε ο Καραμανλής στην Ένωση καθιστώντας αφερέγγυο το ήδη στοχοποιημένο ελληνικό κράτος (εμείς το ξέραμε, μετά το έμαθαν και οι Ευρωπαίοι), είναι αυτό που κάνουν ακόμα και τώρα σχεδόν όλοι, αυτό που έκανε κι ο Παπαδάκης. Ο Έλληνας αναμασώντας το cliché «δεν φταίει ο μέσος Έλληνας» πετάει την ευθύνη από πάνω του και για να απενοχοποιήσει πλήρως τον εαυτό του, εφευρίσκει ανύπαρκτους λόγους (ή διογκώνει ήδη υπάρχοντες αλλά ασήμαντους) έτσι ώστε για όλα να του φταίει κάποιος άλλος, η πεθερά του, ο γείτονας, ο Αλβανός, ο Τούρκος, τώρα ο Γερμανός, πιο συχνά από όλα όμως η κακή του μοίρα (το κισμέτ!)… Η ευκολία με την οποία ο Έλληνας σβήνει την ατομική ευθύνη και συχνά μερικώς και τη συλλογική είναι αυτή που έκανε και εξακολουθεί να κάνει την κακή κατάσταση χειρότερη.

Εδώ και χρόνια ο «μέσος» Έλληνας δεν είναι αυτός που νομίζουμε, δεν είναι ο φιλότιμος σκληρά εργαζόμενος, φιλόξενος, καθαρός και ντόμπρος λαϊκός άνθρωπος! Αυτή είναι μια ρομαντική εικόνα που έφτιαξαν οι Ελληνικές ταινίες, και ίσως να ίσχυε σε κάποιο βαθμό κάποτε σε μια εποχή που η χώρα ήταν πιο φτωχή, αλλά δεν ισχύει πια. Ο Έλληνας από τότε που η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέκτησε μια νέα ταυτότητα τυχοδιωκτική με απόλυτο στόχο το εύκολο και γρήγορο κέρδος, με κάθε μέσο, κοντόφθαλμα και κουτοπόνηρα. Κάποιοι λίγοι πλούτησαν, οι πολλοί όμως που δεν πλούτησαν ανέπτυξαν το ένστικτο του βολέματος και του παροδικού, «να φάμε ότι μπορούμε τώρα, όσο πιο πολύ τόσο το καλύτερο, για αύριο βλέπουμε». Ο νεοπλουτισμός κατέφθασε, η ποιότητα υποχώρησε σε βάρος της ποσότητας, της αγωνιώδους κατανάλωσης και της άκρατης επίδειξης της για την κατάκτηση ενός κοινωνικού status. Δεν είσαι πια σημαντικός επειδή παράγεις αλλά επειδή καταναλώνεις και το επιδεικνύεις. Ο Έλληνας αυτό σήμερα το πιστεύει και το υπηρετεί, ακόμα κι αν δεν το παραδέχεται!

Για τον λόγο αυτό δεν έχει εντελώς δίκιο ο Έλληνας όταν φορτώνει την ευθύνη αποκλειστικά στα κόμματα, τους πολιτικούς και την πολιτική. Είναι γεγονός ότι αυτοί φταίνε περισσότερο αλλά είναι επίσης γεγονός ότι δεν είναι ξένοι αυτοί που συγκροτούν την πολιτική σκηνή της χώρας. Είναι Έλληνες αυτοί που κυβερνούν εκλεγμένοι από άλλους Έλληνες… Έλληνες είναι και όσοι τους περιβάλλουν, τα άπειρα κομματόσκυλα (από όποιο χώρο κι αν προέρχονται), οι εργατοπατέρες, οι αγροτοπατέρες, δεν είναι από άλλο πλανήτη, Έλληνες είναι. Έλληνες είναι και αυτοί που βρίζουν το δημόσιο στο οποίο όμως οι ίδιοι θέλουν να βάλουν το παιδί τους από την πίσω πόρτα με την βοήθεια του κόμματος που πιο πριν έβριζαν… Έλληνες είναι και αυτοί που έτρωγαν για χρόνια τα χρήματα των Ευρωπαϊκών επιδοτήσεων (αγροτικών , εκπαιδευτικών, επιχειρηματικών), και όσα έφτασαν στους δικαιούχους φαγώνονταν κι αυτά χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη, χωρίς ουσιαστικό έργο. Τα άρπαζαν κι αυτοί ευκαιριακά (πολλοί και όχι λίγοι) και τα ξόδευαν αλόγιστα χωρίς να επενδύουν για να βελτιώσουν το μαγαζί τους, την παραγωγή τους, την έρευνα τους ώστε να μείνει κάτι στη χώρα για το μέλλον. Αντίθετα, πολλοί τα έτρωγαν σε αυτοκίνητα, φρουτάκια και πουτάνες. Θέλω να πω ότι τελικά είναι η ίδια λογική που επικρατεί από τα ψηλά μέχρι τα χαμηλά, η ίδια ευκαιριακή νοοτροπία, ο ίδιος οπορτουνισμός.

Φταίνε γι’ αυτά οι Γερμανοί; Η αλήθεια είναι πως όχι μόνο δεν φταίνε αλλά αυτά τα πλήρωναν Γερμανοί! Όμως είπαμε, στη συνείδηση του Έλληνα όλα ορίζονται από τρίτους και από τα αόρατα νήματα μιας ήδη γραμμένης μοίρας , ο ίδιος δεν φέρει ευθύνη, κι έτσι καταλήγει να ασχολείται με το εξώφυλλο, την επιφάνεια, το επουσιώδες, το σήμερα, το τώρα και για αύριο «έχει ο Θεός»… Να όμως που δεν έχει άλλο! Το καράβι βουλιάζει και παίρνει στον πάτο και αθώους… Τα αίτια της κρίσης θα τα βρείτε εδώ, τα λέει πολύ καλύτερα από όσο θα μπορούσα εγώ. Δεν είμαι ειδικός στα οικονομικά και αυτό που με απασχολεί άλλωστε δεν είναι τόσο η ύφεση όσο οι Έλληνες, η νοοτροπία τους, το πώς αλλοιώθηκαν, το τι μπορούσε να γίνει και δεν έγινε, το τι ευκαιρίες χάθηκαν, το τι μπορεί να γίνει στο μέλλον…

Αν υπάρχει λύση για το μέλλον τότε αυτή δεν θα έρθει από την Ελλάδα ως κράτος, ως διοικητική δομή αλλά από τον Έλληνα ως πολίτη, ως άνθρωπο. Ανεξάρτητα από το αν αυτή η λύση θα έρθει μέσα ή έξω από το παρόν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, είναι ευκαιρία για σκληρή αυτοκριτική, όχι για να επωμιστεί ο «μέσος» Έλληνας την ευθύνη της κρίσης, ούτε για να δικαιωθεί ως μη υπεύθυνος γι’ αυτή. Είναι απαραίτητη η αυτοκριτική για να καταλάβει τα λάθη του, να αποκτήσει νέα ταυτότητα και αυτογνωσία, να αποκτήσει αξίες που έχει χάσει. Μόνο έτσι θα βγει πραγματικά και ουσιαστικά από την κρίση η οποία επαναλαμβάνω ότι για εμένα δεν είναι αποκλειστικά οικονομική αλλά πολιτισμική και αξιακή… Το οικονομικό είναι το αποτέλεσμα, όμως ο πραγματικός πλούτος ενός κράτους δεν είναι οικονομικός. Πλούτος είναι ο πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα, οι άνθρωποι, οι γνώσεις τους, οι ικανότητες τους, οι αξίες τους, η υπευθυνότητα τους… Αυτά οφείλαμε να τα έχουμε διαφυλάξει και δεν το πράξαμε. Γιατί αν υπάρχει κάτι που πρέπει να μας θίγει δεν είναι οι Γερμανοί του Focus ή του Bild, αλλά ότι καταντήσαμε στο σημείο να υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο άτομα (μπάτσοι) τόσο ανιστόρητα, ώστε να ρίχνουν δακρυγόνα σε αυτούς που πολέμησαν τους Ναζί, που κατέβασαν τη σημαία τους. Κατάντια είναι τα χημικά στο Μανώλη Γλέζο, όχι το έλλειμμα, ούτε το Focus!…

Καλό κουράγιο…

h1

Αποσπάσματα

09/10/2008

Τα πλήκτρα γράφουν γράμματα, τα γράμματα λέξεις, οι λέξεις προτάσεις και κομμάτι κομμάτι από πολλαπλά αποσπάσματα παράγεται νόημα. Όμως πέρα από την επανασύνδεση των αποσπασμάτων προς ένα όλο, υπάρχει και ένα όλο που παράγει τα αποσπάσματα του.  αυτό που εννοώ είναι ότι η φυσική παρουσία δεν είναι απαραίτητη όμως όταν υπάρχει λειτουργεί συμπληρωματικά και καταλυτικά προς την διαμόρφωση της εικόνας του όλου. Είναι πολύ ευχάριστο να μαθαίνεις πως γελάει κάποιος που αρχικά συμπάθησες μόνο μέσω των ιχνών που αφήνουν στην οθόνη τα δάχτυλα του χτυπώντας κουμπιά σε ένα πληκτρολόγιο. Το χαμόγελο, η μπύρα και η κουβέντα είναι το αυτό και το όλο.

Πάνε μέρες που δεν έχω ανεβάσει κάτι αλλά δεν έχω εξαφανιστεί από τον κόσμο του blogging ούτε απαρνήθηκα τους φίλους που με διαβάζουν και τους διαβάζω. Κάθε άλλο μάλιστα, είχα την χαρά αυτές τις μέρες, σε δύο διαδοχικά σαββατοκύριακα, να συναντήσω κάποιους ανθρώπους (δεν θέλω να λέω bloggers) από κοντά και μέσω της φυσικής επαφής να τους συμπαθήσω ακόμα περισσότερο και να τους κάνω ακόμα πιο δικούς μου ανθρώπους, ακόμα πιο πολύ φίλους μου.

Σε μια απόπειρα να συνθέσω λοιπόν καλύτερα τα δικά μου αποσπάσματα και να γίνω πιο προσβάσιμος ως όλο και όχι ως σύνολο αποσπασμάτων (όχι μόνο σε εσάς αλλά κυρίως σε εμένα) και χρησιμοποιώντας ως αφορμή το παιχνίδι που επινόησε η Batgirl και με κάλεσε να συμμετέχω ας μου επιτραπεί  να γράψω λίγο αυτοβιογραφικά, ίσως αυτοαναφορικά και μάλλον αρκετά εκτενώς γιατί όταν γράφω μου έρχονται σκέψεις και μνήμες συχνά πολύ ευχάριστες, ειδικά όταν πρόκειται για ερωτήματα όπως αυτά του blogοπαίχνιδου.

Ποιο ρητό ή ποίημα (ή και τα δύο) καθώς και/ή ποιος πίνακας σας επηρέασε περισσότερο στη ζωή σας;

Οφείλω να παραδεχθώ ότι δεν είμαι από αυτούς που έχουν πολύ μεγάλη γνώση του χώρου της ποίησης. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει πολύ και παρόλο που μου αρέσει ο λόγος ως μέσο δημιουργίας, έκφρασης και επικοινωνίας σε όλες του της μορφές, όσο αφηρημένες ή συγκεκριμένες μπορεί αυτές να είναι, τα ποιήματα που έχω διαβάσει και έχω συγκρατήσει ως σημεία αναφοράς είναι ελάχιστα, ίσως κάτι του Καρυωτάκη επειδή ένα βράδυ το απήγγειλε ο Δημήτρης.

Από την άλλη μπορώ να θυμηθώ πάμπολλες ρήσεις που έχω χρησιμοποιήσει και συνεχίζω να χρησιμοποιώ κατά καιρούς. Θα διαλέξω δύο που σημειώνουν τον τρόπο που σκέφτομαι σήμερα και μιλούν καλύτερα για τον κόσμο όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ.

«Reality… is a perpetual becoming. It makes or remakes itself, but it is never something made.» Henri Bergson

«My own words take me by surprise and teach me what I think.» Jacques Derrida

Ο κόσμος λοιπόν όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ, ίσως θα μπορούσε κανείς να πει «ο δικός μου κόσμος, είναι σε ένα διαρκές γίνωμα που δεν είναι ποτέ κάτι τελικό και ο τρόπος για να τον αντιληφθώ είναι μέσα από τα εκφραστικά και ταυτόχρονα νοητικά μου μέσα (όπως ο λόγος), μέσα από την έκφραση προσπαθώ να χτίσω μια συνείδηση. Ακόμα και τώρα που το έγραψα αυτό έμαθα κάτι παραπάνω για εμένα. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο κάνουμε όλοι είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, η έκφραση είναι πράξη – σημείωση της ύπαρξης και χτίζει την συνείδηση της.

Το να διαλέξω έναν πίνακα είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Έχοντας συναναστραφεί αρκετά με ανθρώπους του κόσμου των εικαστικών και σεβόμενος τις «εμμονές», την «μανία» και το «πάθος» τους (όχι όλων, υπάρχουν και τενεκέδες), την αναζήτηση της συνείδησης ή του βαθμού της ασυνειδησίας τους μου είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω. Πώς να διαλέξει κανείς ανάμεσα από «μοναδικότητες» μη συγκρίσημες; Δεν μπορώ να ζυγίσω τον Rothko και να τον συγκρίνω με τον Hopper και «μου αρέσουν» και οι δύο όντας εξαιρετικά διαφορετικοί, όχι απλά ως φόρμα αλλά ως ουσία! Δεν μπορώ να παραμερίσω τον Magritte ή τον Duchamp και φυσικά δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Beuys. Όλοι αυτοί, και όχι μόνο αυτοί, συγκροτούν ένα σύμπαν ιδεών και υλοποιήσεων που συμμετέχουν στο διαρκές γίνωμα και την έκφραση του, όπως τα αναφέρω πιο πάνω, προς αυτό που οι άνθρωποι επιμένουν να ονομάζουν «τέχνη» αλλά στην ουσία για εμένα, όπως και για τον Beuys, είναι η ίδια η κοινωνία και η ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορώ να διαλέξω με κριτήρια «επιρροής» γιατί όλα είναι σημαντικά και απαραίτητα για το γίνωμα. Μπορώ όμως να διαλέξω κάποια έργα που αφορούν το ίδιο το «γίνωμα» και μπορούν να κάνουν ίσως πιο σαφές τι εννοώ (ή να το μπλέξουν περισσότερο) εικονοποιώντας το. Δεν θα εξηγήσω πολλά, μόνο τα δέοντα.

Ο Huber Duprat, ρίχνει ψήγματα χρυσού και πολύτιμους λίθους στο ενυδρείο όπου μεγαλώνουν αυτά τα μικρά αρθρόποδα τα οποία κατά τη μεταμόρφωση τους από προνύμφες σε νύμφες φτιάχνουν το κουκούλι τους χρησιμοποιώντας υλικά από το άμεσο περιβάλλον τους.

Ο Giuseppe Penone, τοποθετεί ένα μεταλλικό ομοίωμα του χεριού του γύρω από τον κορμό ενός νεαρού δέντρου, σαν να το κρατάει σφιχτά. Αρχικά ο κορμός είναι μέσα και το χέρι έξω, με το πέρασμα του χρόνου το χέρι είναι μέσα στον κορμό ο οποίος το έχει εγκολπώσει. Όταν το χέρι αφαιρέθηκε έμεινε το σημάδι.

O Hiroshi Sugimoto, με ένα εξαιρετικά αργό φιλμ βγάζει φωτογραφία με μια λήψη μια ολόκληρη ταινία, στο τέλος αυτό που φαίνεται στην οθόνη είναι μόνο λευκό.

O Roman Opalka, εδώ και πάρα πολλά χρόνια γράφει αριθμούς μετρώντας από το 1 χωρίς να ξέρει που θα φτάσει ως το τέλος της ζωής του. Ξεκίνησε με με μαύρο χρώμα και κάθε φορά που γράφει έναν αριθμό προσθέτει μια σταγόνα λευκό στο μαύρο. Ξεκίνησε με λευκό χαρτί και σήμερα χρησιμοποιεί μαύρο για να φαίνονται οι αριθμοί του. Κάθε φορά που ολοκληρώνει έναν κύκλο αριθμών βγάζει μια φωτογραφία του εαυτού του.

Αυτά περίπου θεωρώ επιρροές γιατί με ενδιαφέρουν αλλά κυρίως γιατί με συγκινούν. Αφήνω εσάς να συνεχίσετε τον συλλογισμό κι αν νομίζετε ότι υπάρχει κάτι να μοιραστείτε τα σχόλια είναι ανοιχτά.

h1

Graffiti, αστική κουλτούρα και παρανομία

13/09/2008

Τους γκραφιτάδες τους γούσταρα πάντα, είχα αρκετούς φίλους άλλωστε που έκαναν γκράφιτι (ή γκραφίτι) και αισθανόμουν πάντα ότι υπήρχε μια συνάφεια στις απόψεις και στις προσεγγίσεις των πραγμάτων αν και εκείνοι συχνά έμοιαζαν να χάνονται μέσα σε ένα πλαίσιο μάλλον αυτοαναφορικό και τροφοδοτούμενο αποκλειστικά από την «φιλοσοφία» και την «κουλτούρα» τους (πχ το tagging αφορά μόνο αυτούς που το αναγνωρίζουν). Από την άλλη όμως και παρά το γεγονός ότι οι πιο πολλοί πιτσιρικάδες έλεγαν τα κλισέ, «το γκράφιτι είναι τρόπος ζωής» κλπ και ήταν αμφίβολο αν ήξεραν να σου εξηγήσουν τι εννοούν, υπήρχαν και κάποιοι αρκετά φιλοσοφημένοι. Στις συζητήσεις τους, μιλούσαν για τον Guy Debord, την «κοινωνία του θεάματος«, τους καταστασιακούς γενικότερα, την πόλη και την εμπειρία της πόλης κι όλα αυτά μέσα σε μια mild ιδεολογική ατμόσφαιρα και με μια φιλολογία μάλλον αριστερόστροφη αλλά πολύ πιο cool, σύγχρονη (και μεταμοντέρνα στην ουσία της) από την αντίστοιχη των περισσότερων «αριστερών» που κυκλοφορούσαν στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου την ίδια εποχή. Οι γκραφιτάδες δεν με πίεζαν να αλλάξω τον κόσμο σύμφωνα με ιδέες που τροφοδοτούνταν από μια αντικειμενική αλήθεια, αλλά διεκδικούσαν κάτι πολύ πιο απλό, ένα υποκείμενο και μια θέση για την χωρική του έκφραση και αυτό το βρίσκω πολύ ουσιαστικό και μέσα από την επαφή μαζί τους βοηθήθηκα και προσωπικά να καλλιεργήσω την «αρχιτεκτονική» μου συνείδηση και ευαισθησία.

Το βασικό πρόβλημα και η βάση της διαφωνίας μου μαζί τους, όπως την καταλαβαίνω σήμερα σκεπτόμενος πιο αναλυτικά από τότε, ήταν ότι γι’ αυτούς η αρχή ήταν το μέσο και αν όχι η πράξη του γκράφιτι καθαυτή, σίγουρα η «αστική δράση» όπως αυτοί την εννοούσαν, δηλαδή περισσότερο ως occupation (κατάληψη) του αστικού χώρου και λιγότερο ως deformation. Δηλαδή παρήγαγαν μια σειρά από αστικές δράσεις που σκοπό είχαν να φτιάξουν «καταστάσεις» (skateboarding) που αλλοιώνουν την εμπειρία και το βίωμα της πόλης εικονογραφώντας την αλλά όχι να αλλάξουν την μορφή της πόλης ως αστικό μόρφωμα και ως δομή (κοινωνική, οικονομική, πολιτική κλπ). Κοινώς το γκράφιτι ήταν κάτι που με γοήτευε και με ενδιέφερε αλλά ήταν κάτι λιγότερο από αυτό που επεδίωκα. Από την άλλη όμως όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν βρήκα επαρκείς απαντήσεις για το πως δύναται να αλλάξει η δομή της πόλης επιτυχώς και το πιθανότερο είναι να μη βρω καθώς οι απαντήσεις απομακρύνονται όλο και περισσότερο και πολλαπλασιάζονται οι ερωτήσεις. Οπότε ίσως οι γκραφιτάδες να είναι σωστοί κι εγώ λάθος, ίσως πραγματικά το μόνο που μπορεί να παραμορφωθεί χωρίς αρνητικές συνέπειες είναι η εικόνα και η εμπειρία της πόλης, όχι οι δομές της.

Αυτό που θέλω να κρατήσω όμως από όλες αυτές τις γενικότητες είναι η ουσία του πράγματος και αφορά την θέση και το είναι των γκραφιτάδων. Θεωρώ ότι αυτοί οι νέοι είναι φορείς μιας αστικής κουλτούρας που είναι και «αστική» και «κουλτούρα» στην ουσία της γιατί αφορά το άστυ ως χώρο συγκρότησης του υποκειμένου μέσα από την διαλεκτική του σχέση και διάδραση με αυτό. Δεν θα σταθώ στο αν το ίδιο το γκράφιτι είναι κοινωνική έκφραση, επαναστατικό μανιφέστο, εικαστικό γεγονός ή «τέχνη» και δεν με ενδιαφέρει ο ορισμός του ως προϊόν μιας ανάλυσης των κοινωνικών καταβολών του (τουλάχιστον όχι σε αυτό το ποστ, ίσως αρμόδιος να πει πιο πολλά είναι ο φίλος μου ο kert). Με ενδιαφέρει το αυτό του αστικού γεγονότος και κυρίως του ατόμου που το συνθέτει. Για την πόλη λοιπόν το γκράφιτι είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο και για το άτομο μια επιλογή ανάμεσα σε πολλές. Θα σταθώ στο δεύτερο και θα πω ότι το να τρέχεις με ένα σακίδιο γεμάτο με σπρέυ για να βάψεις τοίχους και να αφήσεις (συχνά να κεντήσεις) ένα αποτύπωμα δικό σου (και όχι το σύνθημα για μια ομάδα ή ένα κόμμα) κουβαλάει πολύ περισσότερη γοητεία, οραματισμό και αγάπη για τα πράγματα και είναι συνάμα πιο πραγματικό από το να βγαίνεις με το αυτοκίνητο του μπαμπά σου στον Κιάμο όντας μόλις 19. Αυτό δεν έχει να κάνει με το τι είσαι αλλά με το τι θέλεις να είσαι, με το αν διαλέγεις να φτιάχνεις αυτό που ζεις ή να αφήνεις τους άλλους να το φτιάχνουν για εσένα και τελικά με το αν εσύ ο ίδιος επιλέγεις να εικονογραφείς εκτός από το να εικονογραφείσαι.

Δυστυχώς από την άλλη, το παράλογο στο γκράφιτι σήμερα είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει το φλερτ με το κυνηγητό και τα όρια της παρανομίας και γι’ αυτό φυσικά δεν φταίνε οι γκραφιτάδες, αν και είναι γεγονός ότι πολλοί εξιτάρονται από αυτό. Δεν ξέρω αν το γκράφιτι θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε το κυνηγητό και η αίσθηση του κινδύνου αλλά νομίζω ότι είναι καιρός να καταλάβει η κοινωνία ότι αυτός ο νέος κόσμος που στρέφεται προς τέτοιες δράσεις δεν είναι απαραίτητα ούτε υπόκοσμος ούτε αλητεία. Προσωπικά μάλιστα νομίζω το αντίθετο, ότι συχνά αυτοί οι νέοι συγκροτούν ή δύνανται να συγκροτήσουν μια νεανική avant garde παίζοντας κυρίαρχο ρόλο στην κουλτούρα και το είναι της πόλης κι ας μου λερώνουν τοίχους ή βαγόνια τρένων. Επιπλέον οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι  αυτές οι καταστάσεις δεν είναι απλά μια παρενέργεια στο αστικό τοπίο αλλά το απολύτως φυσικό προϊόν του αστικού τρόπου ζωής που συγκροτείται και συγκροτεί την πόλη ως τέτοια, ως «πόλη» όπου το υποκείμενο συμμετέχει ενεργά συγκροτώντας τον χώρο του και γι’ αυτό πριν να δούμε το φαινόμενο ως γκράφιτι, ως αστική δράση, ως τέχνη κλπ πρέπει να το βιώσουμε ως κάτι απολύτως ανθρώπινο, ως ένα στίγμα ανθρώπινης παρουσίας που διασφαλίζει τον εξανθρωπισμό του αστικού χώρου, που γεννά την έννοια τόπος.

Αντίο φίλε.

h1

Η Μαντόνα και η αποτίμηση της ελαφρότητας

01/07/2008

Κάθε διείσδυση σε ζητήματα «αισθητικής» είναι κάτι που ασχολείται με το υποκειμενικό και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για μια κριτική ή διάλογο περί «αισθητικής» γιατί η κριτική δεν γίνεται με δίπολα τύπου μου αρέσει / δεν μου αρέσει ειδικά όταν εγώ αποδέχομαι το δικαίωμα του καθένα να του αρέσει ότι εκείνος θέλει να του αρέσει και αυτό άσχετα από το αν έχω τις ενστάσεις μου για το αν ξέρει γιατί του αρέσει. Προσπερνώ λοιπόν το ζήτημα της αισθητικής, δεν θα ασχοληθώ με το τι αρέσει στον κόσμο ή με το τι «έμαθε» να του αρέσει, αυτό ας πούμε ότι είναι συνειδητή ή υποσυνείδητη επιλογή του καθένα μας ξεχωριστά και ότι εμένα δεν μου πέφτει λόγος.

Αυτό με το οποίο θα ασχοληθώ όμως είναι το πως ο κόσμος, ή καλύτερα κάποιος κόσμος, αποτιμά την αισθητική του και τι είναι διατεθειμένος να κάνει γι’ αυτήν.

Οι συναυλίες, τα μουσεία, οι χώροι που εκτίθεται και παράγεται τέχνη είναι χώροι ή καταστάσεις (situations) που στοχεύουν σε μια «αισθητική απόλαυση». Δεν θα προχωρήσω σε ορισμό του τι είναι αυτή γιατί δεν υπάρχει τελικός ορισμός και όλη η ιστορία της τέχνης είναι μάλλον η ιστορία της αναζήτησης αυτού του ορισμού. Κάποτε αυτή η «αισθητική απόλαυση» παραγόταν από το ίδιο το έργο, το καλλιτεχνικό δημιούργημα ως μικρόκοσμο ή μεγάκοσμο, ως αυτό ή ως άλλο (προσωπικά το προτιμώ ως άλλο), πάντα όμως με αρχή το ερέθισμα από το ίδιο το έργο.

Σήμερα η αρχή αυτής της απόλαυσης δεν είναι το έργο καθαυτό ούτε το αισθητικό μέρος αυτού ως υποκειμενική πρόσληψη, είναι η κατανάλωση του έργου, το να το αγοράσεις σαν υλικό δημιούργημα, σαν μνήμη, ή σαν συμμετοχή. Γιατί αυτό αυτό είναι σημαντικό; Γιατί το να αγοράσεις δείχνει ότι μπορείς να αγοράσεις και αυτό σου δίνει μια ταυτότητα. Το «μπορείς» που γράφω πιο πριν δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο οικονομικό κομμάτι, μπορεί να αναφέρεται στην αναμονή ή στην προσπάθεια απόκτησης, όμως σε κάθε περίπτωση αυτό είναι κάτι που αλλάζει τον χαρακτήρα του έργου, τον χαρακτήρα της τέχνης και την σχέση αυτών των δύο με το υποκείμενο του θεατή – αγοραστή.

Αυτό που εννοώ είναι ότι η τέχνη, και μάλιστα όχι μόνο αυτή που είναι προϊόν μιας ποπ, μαζικής κουλτούρας αλλά συχνά και η avant garde,  είναι πλέον κάτι σαν το σαλάμι στο super market που κρέμεται εκεί για να το αγοράσεις και μετά να το φας, όχι να το φας και αν σου αρέσει να το αγοράσεις. Αυτό που αγοράζει κανείς πλέον στον κόσμο της τέχνης είναι λιγότερο το περιεχόμενο ή η «αισθητική απόλαυση» και περισσότερο η συσκευασία, το όνομα, η υπογραφή, το σύμβολο, το status που προσδίδει η κατοχή του έργου ή η συμμετοχή σε αυτό. Το έργο λοιπόν γίνεται ένα simulacrum, ένα είδωλο αποσπασμένο από το περιεχόμενο του, την ουσία του.

Πιο συγκεκριμένα, αυτό που συμβαίνει λοιπόν με την Μαντόνα είναι ότι ο κόσμος αγοράζει ένα «ήμουν κι εγώ εδώ». Ένα εισιτήριο κοστίζει κατ’ ελάχιστον 85 Ευρώ και φτάνει ποσά πολλαπλάσια αυτού. Θα προσπεράσω το αν είναι πολλά ή λίγα γιατί αυτό έχει να κάνει με το πως αξιολογεί κανείς την σχέση ποιότητας-τιμής και αυτό είναι επίσης υποκειμενικό γιατί η αξιολόγηση της ποιότητας είναι επίσης ζήτημα αισθητικής . Θα σταθώ στο ότι εκτός από το γεγονός ότι κάποιος πληρώνει, ταυτόχρονα πρέπει να περιμένει σε μια ουρά χρονικής διάρκειας 7 – 8 ωρών που εκτός της αναμονής το χειρότερο είναι ότι τον ποδοπατούν και τον σπρώχνουν ανελέητα, αν δεν τον βρίζουν κι από πάνω. Την όλη κατάσταση και λογική απεικονίζει ο συμπαθής Ethan, ο οποίος σε ένα δικό του post για την Μαντόνα. λέει,

«Είμαστε μακράν η χειρότερη φάρα στον πλανήτη. Αγένεια, γαιοδουροφωνάρες και μπινελίκια ακόμα και εις βάρος των κακόμοιρων σεκιούριτυ που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Βέβαια για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη…σύκα όσο καλοπροαίρετος και να είσαι με τόση ανοργανωσιά δεν παίζει να μην σου ανεβεί το αίμα στο κεφάλι».

Είμαστε κακή φάρα και είναι γεγονός, όμως όχι επειδή γκαρίζουμε σαν γάιδαροι και αυτό είναι αγενές, αντιαισθητικό ή αντιλειτουργικό. Είμαστε κακή φάρα επειδή στοιβαζόμαστε σαν πρόβατα υποχρεώνοντας μόνοι μας τον εαυτό μας να μπει σε αυτήν την λογική. Δεν υποχρέωσε κανείς κανέναν να περιμένει στην ουρά, μόνοι τους το επέβαλαν στον εαυτό τους όλοι όσοι πήγαν να αγοράσουν εισιτήριο ως χαρούμενοι, αν και λίγο εκνευρισμένοι καταναλωτές. Είναι όμως κι αυτό το μαρτύριο, η υστερία και ο παροξυσμός μέρος της τελετουργίας και της συμβολοποίησης της κατανάλωσης με τρόπο σχεδόν θρησκευτικό και είμαι βέβαιος ότι όσοι το έκαναν το περηφανεύονται.

Έβλεπα έναν τύπο στην TV ο οποίος είχε μόλις πάρει το εισιτήριο και δήλωνε χαμογελαστός και περήφανος, «Περιμέναμε 5 ώρες αλλά όλα καλά τώρα, άξιζε τον κόπο, καταφέραμε και εξασφαλίσαμε το «μαγικό χαρτάκι» και έμοιαζε να το λέει έχοντας αποδεχθεί ότι πρέπει να υποστεί την αναμονή σαν να είναι αυτή το μαρτύριο που θα τον οδηγήσει στην κάθαρση. Άλλωστε όλο αυτό μάλλον δεν διαφέρει και πολύ από το θέαμα που αντικρίζει κανείς στους χώρους των μεγάλων προσκυνημάτων, όπως αυτό της Τήνου όπου πολλοί άνθρωποι ανεβαίνουν μπουσουλώντας στα τέσσερα από το λιμάνι στην εκκλησία της Παναγίας για να εκπληρώσουν το τάμα τους και να δηλώσουν την πίστη τους.

Πίστη στην Μαντόνα…

h1

Της Καλομοίρας (περί Media)

22/05/2008

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό και δεν είναι μόνο επειδή η Καλομοίρα είναι σέξυ. Η χαμηλή τέχνη, το kitsch και το trash όσο κι αν με εκνευρίζουν με γοητεύουν. Είναι ίσως επειδή πίσω τους υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνία, ένας ζωντανός οργανισμός που τα γεννά, τα αναπαράγει και μετά συχνά τα αποκαθηλώνει ή τα λιθοβολεί. Το πεδίο που συμβαίνουν όλα αυτά είναι τα Media, τα οποία στην Ελλάδα είναι κάτι σαν την πλατεία σε έναν κόσμο που λειτουργεί ως υποκατάστατο του χωριού που μεγάλωσε ο «μέσος Έλληνας».

Σε κάθε περίπτωση η μαζική κουλτούρα και η τέχνη που αυτή παράγει δεν είναι ένα πεδίο ομαλό (το αν είναι υγιές δεν θα το κρίνω και έχω τους λόγους μου) μονοδιάστατο ή προβλέψιμο. Είναι κάτι πολυεπίπεδο και εξαιρετικά σύνθετο και ο τρόπος που διαμορφώνεται εξαιρετικά δυναμικός και γι’ αυτό με ενδιαφέρει καθώς εκλαμβάνω αυτό το πεδίο ως το χώρο που η ζωή και η τέχνη συναντώνται. Για να το πω πιο απλά, η μάνα μου (λέω για τη δική μου για να μη θίξω κάποιον) παρόλο που είναι ένα πρόσωπο που υπεραγαπώ, δεν μπορεί να μου πει πολλά για τον Hubert Duprat και φαντάζομαι σχεδόν κανείς από εσάς γιατί παρόλο που είναι ένας πολύ ενδιαφέρον καλλιτέχνης είναι ένα πρόσωπο που λίγοι γνωρίζουν, όπως λίγοι γνωρίζουν τον Absalon, τον Hiroshi Sugimoto, τον Roman Opalka, τον Simon Norfolk, τον Gregory Crewdson (ήταν μια καλή ευκαιρία να δώσω links σε καλλιτέχνες λιγότερο γνωστούς που μου αρέσει πολύ η δουλειά τους). Την Καλομοίρα όμως την γνωρίζει και η μάνα μου και η γιαγιά μου και η θεία μου και η δική σας θεία και θείος αγαπητέ αναγνώστη και εκτός αυτού η Καλομοίρα και η κάθε Καλομοίρα, το οτιδήποτε υπάρχει ως κοινή γνώση ή βιωμένη εμπειρία, γίνεται κοινός τόπος και αφορμή επικοινωνίας (συχνά προϋπόθεση!) πριν γίνει πεδίο κριτικής. Κοινώς, ανεξάρτητα με το είδος της κριτικής η Καλομοίρα ενώνει γιατί γίνεται «φόρμα» και αφορμή για κουβέντα, όπως ακριβώς και η Τζούλια Αλεξανδράτου, η Ελένη Μενεγάκη, η Σάσα Μπάστα, ο Θέμος Αναστασιάδης, ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και φυσικά ο αγαπημένος σε αυτό το blog Γεράσιμος Γιακουμάτος και ο Παναγιώτης Ψωμιάδης (βλ. Νομάρχης).

Η αναγωγή των προσώπων σε φόρμες, η αν προτιμάτε σε αφορμές επικοινωνίας είναι μια πραγματικότητα και συμβαίνει είτε μας αρέσει είτε όχι (εμένα όχι και το ξέρετε αλλά συγχωρείστε μου που δεν θα το αναπτύξω σε αυτό το κείμενο, κάνω προσπάθεια κι εγώ να συγχωρέσω τον εαυτό μου). Άλλωστε αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω από την τηλεοπτικοποίηση αυτού που συνέβαινε στα χωριά παλαιότερα. Σε κάθε χωριό υπήρχε (κι αν δεν υπήρχε έβρισκαν κάποιον και τον έκαναν) ο τρελός, ο χαζός, η πουτάνα, ο πούστης, ο κλέφτης, ο κτηνοβάτης και η ύπαρξη όλων αυτών των «ρόλων» ήταν προϋπόθεση για να ζήσουν όλοι οι άλλοι αισθανόμενοι κανονικοί. Αν ρίξετε μια ματιά θα βρείτε τους παραπάνω «ρόλους» σε πολλά πρόσωπα που σχολιάζονται στην μεσημεριανή ζώνη. Αυτή η εξάρτηση από τα πρόσωπα που λειτουργούν ως πεδίο σχολιασμού – επικοινωνίας, μάλλον επειδή υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν τι άλλο να πουν, είναι που δίνει δημοσιότητα σε αυτά τα πρόσωπα και την ανατροφοδοτεί διαρκώς. Από την άλλη ακόμα και κάποιοι που έχουν κάτι να πουν δεν λένε όχι στον χαβαλέ. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ούτε οι ρόλοι, ούτε η Καλομοίρα ούτε ο χαβαλές, αλλά ότι υπάρχουν μόνο αυτά ή καλύτερα ότι υπάρχουν αυτά σε βάρος όλων των άλλων που θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να υπάρχουν!

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το «τι θα έπρεπε να βλέπουμε» που είναι κάπως διδακτικό και μπορεί σε κάποιους να ακούγεται πολύ ελιτίστικο σε εμένα πολύ κλισέ, υπάρχει ένα πιο ουσιαστικό ζήτημα σε σχέση με την πραγματικότητα όπως υφίσταται σήμερα. Το χειρότερο λοιπόν είναι ότι μια είδηση η οποία συχνά παρουσιάζεται ως τέτοια χωρίς να είναι, π.χ. «ο Ψωμιάδης ντύθηκε Spider Man» ή «Το βρακί της Καλομοίρας σε κωλάδικο στην Μύκονο», είναι η αφορμή αλλά και το πιο επουσιώδες στην όλη διαδικασία. Ακόμα όμως κι όταν η είδηση είναι περισσότερο ουσιαστική το σημαντικό είναι ο αντίλαλος και η διατήρηση της είδησης με κάθε μέσο, ίσως γιατί ό αντίλαλος κοστίζει λιγότερο και είναι πιο εύκολο και πιο σίγουρο από το ψάρεμα της ίδιας της είδησης. Αυτό που έχουμε λοιπόν είναι σχόλιο στο σχόλιο και σχόλιο για το σχόλιο με αφορμή την είδηση με έναν τρόπο που τελικά η είδηση χάνεται και αυτό που μένει είναι ένα βουητό.

Πάμε στην Καλομοίρα λοιπόν την οποία όλοι έχουν κοροϊδέψει και με την οποία η μέση Ελληνίδα νοικοκυρά έχει ξοδέψει ατέλειωτες ώρες διασκέδασης παρακολουθώντας την μεσημεριανή ζώνη της ελληνικής TV και το δελτίο ειδήσεων του Star, ενώ ο μέσος 16άρης έχει παίξει ατέλειωτες ώρες μαλακίας κι ας κάνει πλάκα με τους συμμαθητές του στο διάλειμμα για τα ελληνικά της. Η Καλομοίρα ήταν και είναι από τα πρόσωπα που της αποδόθηκε ένας «ρόλος» όπως αυτοί που περιγράφω πιο πάνω και παρόλο που ίσως δεν έγινε ποτέ Έφη Θώδη το μέσο την εξέθεσε υπερβολικά και, ανεξάρτητα από το αν αυτό έγινε θετικά και αρνητικά, η υπερβολή είναι από μόνη της ένα πρόβλημα. Θα μου πείτε «ήταν επιλογή της» και «η καλομοίρα βγάζει λεφτά από αυτό» και θα απαντήσω ότι η ιδέα της ηθικής μιας κοινωνίας είναι κάτι έξω από τις προσωπικές επιλογές και τις οικονομικές απολαβές και ότι έχω δικαίωμα να μην επικροτώ μια κοινωνία Κολοσσαίο ανεξάρτητα από το αν κάποιοι πληρώνονται για να μπουν στην αρένα. Από την άλλη φυσικά και δεν μπορώ να το απαγορεύσω.

Αυτή τη στιγμή που γράφω δεν είναι καθόλου απίθανο το ενδεχόμενο η Καλομοίρα να κερδίσει την Eurovision. Μάλιστα αν κερδίσει, παρά το γεγονός ότι η Eurovision δεν είναι διαγωνισμός τραγουδιού ή μάλλον ακριβώς επειδή δεν είναι, θεωρώ πιο πιθανό να κάνει «διεθνή καριέρα» από ότι η Βίσση ή η Άντζελα Δημητρίου (τους λόγους που με κάνουν και το νομίζω αυτό θα τους γράψω κάποια στιγμή σε άλλο post). Επιπλέον, ξαφνικά όλα θα λειτουργήσουν καθαρτικά και εξαγνιστικά για την Καλομοίρα και θα ξεχαστούν όλα όπως ξεχάστηκε με τον Ρουβά το περιστατικό με τον στρατό, με την συναυλία στην Κύπρο κλπ κλπ. Δεν λέω ότι δεν πρέπει να ξεχαστούν, δεν με ενδιαφέρει, αυτό που λέω είναι πόσο υποκριτική είναι η εικόνα, το σχόλιο και γενικότερα αυτό το κουτί που έχετε στο σαλόνι σας και βλέπετε τον Αυτιά να μαλώνει με τον Βερύκιο με αστείρευτη ενέργεια στις 6 το πρωί! Στις 6 λέει άλλα στις 6:10 λέει άλλα και σας υπενθυμίζω ότι το τρέχον έτος δεν είναι το 1984…

Το πρόβλημα σε αυτή τη χώρα είναι ότι υπερασπιζόμαστε ως αξία την σταθερότητα στις απόψεις μας, πράγμα που είναι εντελώς ηλίθιο σαν αξία γιατί έξυπνοι άνθρωποι είναι προφανώς αυτοί που αλλάζουν γνώμη και δεν έχουν εμμονές. Είναι αδύνατο κάποιος να εμμείνει σε μια αρχική θέση εκτός αν τα ξέρει όλα. Η σταθερότητα των θέσεων λοιπόν που ο Έλληνας διακηρύττει ως αρχή δεν είναι παρά μια ανόητη εμμονή του η οποία γίνεται ακόμα πιο ανόητη αν αναλογιστούμε ότι οι Έλληνες είναι ο πλέον ασταθής, καιροσκόπος και κωλοτούμπας λαός που υπάρχει. Αυτό που διακηρύττουν ως αρχή τους είναι κάτι εντελώς έξω από την φύση τους.

Ο Έλληνας λοιπόν πολύ εύκολα και αβίαστα εικονογραφεί μια πίστη, μια αρχή και μετά με τρόπο Οργουελικό την διαγράφει και εικονογραφεί μια άλλη διακηρύτοντας ότι αυτή ήταν η θέση του από την αρχή και ότι είναι πιστός σε αυτή και ότι όταν έλεγε πιο παλιά αυτό εννοούσε το άλλο…

Κουφάλα Έλληνα…

h1

Η τέχνη είναι μια ηλίθια υπόθεση… Πηγαίνετε σπίτια σας!

09/03/2008

«Η τέχνη είναι μια ηλίθια υπόθεση… Πηγαίνετε σπίτια σας» έλεγε ένας πίνακας κάποτε στην είσοδο μιας έκθεσης με στόχο προφανώς να προκαλέσει. Με αρκετή δόση σαρκασμού η παραπάνω ατάκα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτές τις μέρες για να απεικονίσει το τι είχε στο μυαλό του ο διευθυντής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ανατολικής Θεσσαλονίκης, υπεύθυνος για τα τραγελαφικά που συνέβησαν με την έκθεση του Picasso στο Τελλόγλειο. Ίσως αν ο πίνακας με την παραπάνω ατάκα γινόταν πινακίδα στην είσοδο μουσείων και γκαλερί να χρησίμευε για να εκδιώξει όλους αυτούς που ανήκουν σε έναν άλλον κόσμο, οπισθοδρομικό και συχνά φανατισμένο που οι περισσότεροι θέλω να πιστεύω ότι αγνοούμε. Το θέμα έχει μάλλον ήδη απασχολήσει αρκετά την blogόσφαιρα και δεν θα ήθελα να μιλήσω περισσότερο, σας παραπέμπω στον post του Ροϊδη το οποίο βρίσκω πλήρες και περιέχει links σε αντίστοιχα posts που πραγματεύονται το ίδιο θέμα. Θα ήθελα όμως να μιλήσω για την τέχνη και την λογοκρισία γενικότερα.

monalisantm_450x400.jpg

Δεν πάνε πολλά χρόνια από εκείνο το βράδυ που με κάποιους φίλους μου συζητούσαμε για την έκθεση της Outlook και το θέμα που είχε προκύψει. Η παρέα προσπαθούσε να με πείσει ότι είναι λογικό να λογοκρίνονται και να κατεβαίνουν πίνακες που θίγουν το θρησκευτικό συναίσθημα. Τα επιχειρήματα γνωστά, «μα είναι δυνατόν;» «μα θίγουν το θρησκευτικό συναίσθημα!»… Και μέχρι εκεί, δεν ακολούθησε καμία προσπάθεια να ορίσουν το ρήμα «θίγω», να κατανοήσουν το υποκειμενικό του όρου «θρησκευτικό συναίσθημα», να σκεφτούν το αν έχει δικαίωμα κάποιος να θίγεται σε μια δημοκρατία, να αναρωτηθούν αν έχει δικαίωμα να μου απαγορεύσει εμένα να μη θίγομαι και να θέλω να δω τον πίνακα. Τα χρόνια πέρασαν και με την παρέα χάθηκα και γι’ αυτό δεν είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους για τα περίφημα σκίτσα του Μωάμεθ, να δω αν θα είχαν την ίδια άποψη. Άλλωστε δεν είναι πολύ διαφορετικές οι δύο περιπτώσεις, αντί για μαυροφορεμένες γιαγιάδες που κρατούν εικόνες, έχεις γενειοφόρους με λευκές κελεμπίες που κρατούν το κοράνι. Η λογική είναι η ίδια, ο Θεός σύμβολο της μεταξύ τους αγάπης, γίνεται Θεός τιμωρός για τους απ’ έξω και οι πιστοί του μετατρέπονται σε αυτόκλητους εντολοδόχους της τιμωρίας των αμαρτωλών. Σίγουρα κάποιοι θα πουν ότι δεν είναι το ίδιο, στην περίπτωση με τα σκίτσα υπήρξαν γενικευμένα επεισόδια, μέχρι και νεκρός, ενώ στην περίπτωση της outlook την πλήρωσε μόνο ο πίνακας. Πράγματι έτσι είναι, όμως αν το μοναδικό που έχει μείνει για να διαφοροποιεί τα εδώ από τα εκεί γεγονότα είναι ο βαθμός της καφρίλας, και το ότι δεν είχαμε νεκρούς (αυτό έλειπε), μάλλον δεν είμαστε σε καλό δρόμο.

caroline_shotton_the_moo_sf.jpg

Αυτό που αδυνατούν να κατανοήσουν όλοι αυτοί οι κατά καιρούς «θιγμένοι» που αντιμάχονται το κακό και μαζί με αυτό την τέχνη είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις παρομοίων περιστατικών το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να κάνουν θόρυβο και διαφήμιση που πήρε έκταση πολύ μεγαλύτερη από την ακτίνα επιρροής του ίδιου του έργου και της έκθεσης. Υπάρχει ένα σχετικό ανέκδοτο με τον πάπα που καταδεικνύει ακριβώς αυτό (θα το βρείτε εδώ). Τα παραδείγματα που μπορώ πολύ γρήγορα και χωρίς προσπάθεια να θυμιηθώ είναι τα ακόλουθα (αν θυμηθείτε κι άλλα αφήστε σχόλιο): Ο Χρηστός ξανασταυρώνεται, το like a prayer, η outlook, η Art Athina, το πρόσφατο στο Τελόγλειο και φυσικά σε πάρα πολλές περιπτώσεις ο άρχων του είδους Τζίμης Πανούσης. Σε όλα τα παραπάνω υπήρχαν θιγμένα εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα… Δεν υπάρχει πιο αστείο πράγμα. Το μόνο που ίσως «εθίγη» ήταν εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα, τα οποία όμως σύμβολα δεν είναι το συναίσθημα κανενός, είναι η υλική αντιπροσώπευση του ίσως αλλά μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω. Θιγμένος δικαιούται να είναι κάποιος που εξαιτίας ενός γεγονότος χάνει τη δουλειά του, τον παρατάει η γυναίκα του, αυτός που υπόκειται σε ψυχολογική και σωματική βία από κάποιον τρίτο αλλά σε καμία περίπτωση αυτός που νομίζει ότι απειλείται από ένα έργο ή μια έκθεση τέχνης. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να δεχθώ ότι «σοκάρεται», ότι «ενοχλείται» ή ότι «διαφωνεί» και καλά κάνει, αυτονόητο είναι και δεν με ενδιαφέρει να κρίνω τι τον ενοχλεί, άλλωστε και εμένα με «ενοχλούν» ένα σωρό πράγματα αλλά στα πλαίσια της συνύπαρξης μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο έμαθα να τα ανέχομαι παρόλο που διαφωνώ.

Από εκεί και πέρα όμως, και επειδή μιλάμε για τέχνη, αν κάποιος αισθάνεται ότι θίγεται από την τέχνη θα πρέπει είτε να μάθει να μη θίγεται γιατί σε μια δημοκρατία αυτό δεν είναι νορμάλ ή να κάθεται στο σπίτι του. Κανένας δεν υποχρέωσε τις θεούσες να δουν την outlook, κανένας δεν υποχρέωσε τα εθνίκια να επισκεφθούν την art athina κλπ. Αντίθετα την προπαγάνδα τους και την θρησκεία τους εμείς την τρώμε στην μάπα από το σχολείο και την τηλεόραση μέχρι τον στρατό και παρόλα αυτά δεν πήγε κανείς σε καμία εκκλησία να λογοκρίνει το κήρυγμα ή να πει «τι λέτε εσείς εδώ», «γιατί το λέτε», «μην το λέτε γιατί με θίγει όταν βρίζετε τους άθεους». Μην μας ενοχλείτε λοιπόν, καθίστε εσείς ήσυχοι στις εκκλησίες σας να κάτσουμε κι εμείς ήσυχοι στα μουσεία μας γιατί τελικά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι όλα για όλους.

Ίσως τέχνη θα έπρεπε να είναι για όλους αλλά δυστυχώς δεν είναι και γι’ αυτό δεν φταίει ούτε ή τέχνη ούτε οι καλλιτέχνες. Η τέχνη, όπως όλα τα πράγματα, είναι για κάποιους, όχι για όλους. Είναι γι’ αυτούς που την αγαπούν και τους ενδιαφέρει, και αυτό που λέω δεν είναι καθόλου ελιτίστικο για τον απλούστατο λόγο ότι ποτέ κανείς δεν εμπόδισε κανέναν να ενδιαφερθεί για την τέχνη, να διαβάσει για αυτήν, να πάει σε ένα μουσείο, να διαμορφώσει προσωπική κρίση και άποψη, να κάνει ο ίδιος τέχνη! Για όλους τους άλλους που δεν τους ενδιαφέρει δεν μας ενδιαφέρει κι εμάς η άποψη τους (όπως δεν ενδιαφέρει και σχεδόν κανέναν θρήσκο η γνώμη ενός αθέου για τον θεό του).

caroline_shotton_persistenc.jpg

Η τέχνη δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ σαφή και σταθερό ορισμό, άλλωστε η ιστορία της τέχνης είναι εν πολλοίς η ιστορία των «ορισμών» της. Σίγουρα όμως και παρά την αδυναμία μας να ορίσουμε το τι είναι τέχνη, είναι εύκολο να ξέρουμε τι δεν είναι. Η τέχνη δεν είναι μόνο αυτό που μας αρέσει, μπορεί να είναι αυτό που δεν μας αρέσει αλλά μας ενεργοποιεί, μπορεί να είναι αυτό που είναι αδιάφορο, μπορεί να είναι το αστείο, το ενοχλητικό, συχνά το καταγγελτικό και το επιθετικό, το χυδαίο, το σκοτεινό, το μυστηριώδες, το ανατρεπτικό, το Kitsch και το cliche, ο αυτοσαρκασμός του ίδιου του καλλιτέχνη, της ίδιας της τέχνης και ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν μπορώ να σκεφτώ και που όλα βρίσκουν τον τρόπο να παράγουν και να επικονωνήσουν ένα νόημα με τρόπο τέτοιο ώστε να εντάσσονται στα πλαίσια της τέχνης. Η τέχνη τις περισσότερες φορές δεν γίνεται για να εκφράσει ή να διδάξει κάποιες γενικευμένες καθολικές αλήθειες (αν υπάρχουν τέτοιες) αλλά εκφράζει τον δημιουργό της, αν μας αρέσει αυτό καλώς αν όχι πρέπει να μάθουμε να το προσπερνάμε και να πηγαίνουμε στο επόμενο έκθεμα, στο επόμενο μουσείο. Βεβαίως, όλοι, έχουν το δικαίωμα να στέκονται μπροστά στον πίνακα και να προσπαθούν μέσα σε αυτόν να δουν τον εαυτό τους, με την προϋπόθεση όμως, ότι αν δεν τον δουν και χαλαστούν άσχημα να πάρουν την άποψη τους και να φύγουν ή να την συζητήσουν ήρεμα και παραγωγικά όπως κάνουν όλοι χωρίς να εμποδίζουν τους άλλους να αγαπήσουν ή να μισήσουν τον πίνακα με τον δικό τους τρόπο. Άλλωστε η τέχνη δεν υπόσχεται, ούτε ότι θα μας αρέσει, ούτε μας να διδάξει κάτι, ούτε να μας αντιπροσωπεύσει απεικονίζοντας τα πιστεύω μας. Μπορεί να απεικονίζει όλα όσα μας θίγουν για να μας τρομάξει, να μας προκαλέσει, να μας δοκιμάσει… Για τον λόγο αυτό, όποιος δεν είναι έτοιμος να δεχθεί το οτιδήποτε, ακόμα και το πιο τρελό, και φοβάται μήπως ή τέχνη τον βλάψει ή έστω πιστεύει ότι ή τέχνη μπορεί να βλάψει (πράγμα απίθανο), ας κάτσει σπίτι του, στον καναπέ του όπου μπορεί να είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του τηλεκοντρόλ του και υποσχόμαστε ότι δεν θα τον ξυπνήσουμε…

Οι εικόνες παραπάνω είναι παραλλαγές διάσημων έργων από την καλλιτέχνιδα Caroline Shotton. Η εικόνα παρακάτω είναι αφιερωμένη σε όσους περιμένουν από την τέχνη να απεικονίζει τα πιστεύω τους, τα θέλω τους, τους εαυτούς τους. (κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση)

seeing_tanseyinnocentlg.gif
h1

Το πληκτρολόγιο του Κάφκα (περί blogging και νόμων)

04/03/2008
kafka__s_castle_maze_by_mazedesigner.jpg

Η γραφή του Kafka είναι μια διαρκής επέκταση του μυστηρίου, μια διαρκής συσσώρευση πολυπλοκότητας, ένα συνεχές δημιουργικό μαστόρεμα προς άγνωστη κατεύθυνση που δεν έχει τέλος. Ο Kafka διαρκώς δρομολογεί χωρίς να διεκπεραιώνει. Η πορεία προς την πραγμάτωση του έργου φαίνεται ότι δεν ξεκινάει έχοντας εξ’ αρχής έναν στόχο αλλά γεννιέται στην διαδικασία της ίδιας της συγγραφής όπου κάθε πρόταση παράγεται από την προηγούμενη και παράγει την επόμενη. Αν τα παραπάνω μοιάζουν παράξενα είναι γιατί έχουμε μάθει μέσα σε ένα κόσμο «μηχανικό» να σκεπτόμαστε με αρχή και τέλος, με αιτία και στόχο.Αντίθετα, ο Kafka την “Δίκη” δεν έχει τελικό στόχο, στόχος είναι απλά η αρχή και η αρχή είναι απλά η αφορμή για την εκκίνηση μιας πορείας. Όταν εκκινήσει η πορεία στόχος είναι απλά το επόμενο βήμα και μετά από αυτό το επόμενο, το επόμενο, το επόμενο, το επόμενο…

Ο Kafka μοιάζει να πολλαπλασιάζει συνεχώς τα πρόσωπα, τα αντικείμενα, τα σενάρια. δεν τα διεκπεραιώνει και συχνά απλά τα ονοματοδοτεί με τρόπο τέτοιο ώστε να τα κρατάει μισάνοιχτα, να εκκρεμούν σε μια λανθάνουσα μορφή. Με αυτόν τον τρόπο καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στο πεδίο του πιθανού (αυτό που ο Deleuze θα ονόμαζε virtual), και δημιουργεί διαρκώς νέες εκκρεμούσες δυνατότητες που περιμένουν ενεργοποίηση ώστε να γίνουν πραγματικότητες. Προφανώς αυτό το κάνει ώστε να είναι σε θέση (εφόσον η γραφή του είναι μάλλον ριζωματική και ταυτόχρονα γραμμική) να ξεκλειδώσει (ενεργοποιήσει) στην συνέχεια κάποιες από αυτές τις δυνατότητες και να συνεχίσει την ιστορία του διαμορφώνοντας δίκτυα σχέσεων ανάμεσα σε ενεργοποιημένες και εκκρεμούσες δυνατότητες. Κάποιες άλλες δυνατότητες θα παραμένουν για πάντα λανθάνουσες, να εκκρεμούν περιμένοντας μια ενεργοποίηση που μπορεί και να μην έρθει ποτέ όμως αυτό δεν τις καθιστά λιγότερο πραγματικές, λιγότερο σημαντικές ή απούσες, υπάρχουν και με την παρουσία τους αποκαλύπτουν το μηχανισμό που τις παράγει σηματοδοτώντας πιο ισχυρά τις ενεργοποιημένες.

Η γραφή του Κάφκα χαρακτηρίζεται από την συνεχή παραγωγή-κατασκευή της μηχανής που φτιάχνει την ιστορία. Η ίδια η ιστορία τελικά είναι μια μηχανή. Μια διαρκής διαπραγμάτευση ανάμεσα στο ήδη γραμμένο, σε αυτό που θα μπορούσε να έχει γραφεί, σε αυτό που πρόκειται να γραφεί και σε αυτό που δύναται να γραφεί. Το αποτέλεσμα είναι μια διαρκής δρομολόγηση χωρίς τέλος.

Στην “Δίκη” o Κ. είναι πρωταγωνιστής σε μια ιστορία που ξεκινάει ξαφνικά χωρίς να μάθουμε ποτέ την αιτία και παρά το γεγονός ότι η ιστορία έχει ένα τεχνητό τέλος ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ. Παγιδευμένος μόνιμα ανάμεσα στην φαινομενική απαλλαγή και σε μια απεριόριστη αναστολή ο Κ. δεν θα βρει ποτέ την απάντηση, δεν θα καταδικαστεί ποτέ και δεν θα αθωωθεί ποτέ, θα είναι πάντα ανάμεσα στα δύο, ταυτόχρονα αθώος και ένοχος μαζί. Αυτό είναι που κρατάει την ιστορία ζωντανή, η διαρκής διαπραγμάτευση που δεν τελεσιδικεί, που δεν καταλήγει.

union_passage_dark.jpg

Το blogging είναι δυνητικό και δυναμικό όπως η γραφή του Κάφκα και ταυτόχρονα είναι ενδιάμεσα στην αθώωση και στην καταδίκη, στο σωστό και στο λάθος, στο καλό και στο κακό γιατί είναι ο ενδιάμεσος χώρος που αυτά τα δίπολα είναι υπό διαρκή διαπραγμάτευση. Αυτή η διαπραγμάτευση δεν διεκπεραιώνεται παρά μόνο δρομολογείται και δρομολογεί. Το blogging είναι ένα πεδίο δυνατοτήτων που συνδυαζόμενες, κατά την σύνθεση ή την αποσύνθεση τους, είναι ικανές να γεννούν νέες δυνατότητες δυναμικά και ατελέσφορα. Αρκεί να κατανήσουμε αυτό για να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους ένας κανονιστικός μηχανισμός θα σκότωνε την φύση του μέσου. Σε κανονιστικά πλαίσια εμπίπτουν τα πράγματα και οι πρακτικές (κοινωνικές και τεχνικές) που έχουν κάποι συγκεκριμένο σκοπό ή στόχο και το τέλος του blogging θα είναι αν αυτό συνταχθεί κάτω από ένα κανονιστικό πλαίσιο ώστε να υπάρχει για να επιτελεί μια λειτουργία, ένα σκοπό, ένα τεχνητό «τέλος» υπό την έννοια της εκπλήρωσης. Δεν υπάρχει τέλος, δεν υπάρχει ολοκλήρωση που να μπορεί να επιβληθεί στο μέσο από κάτι που βρίσκεται έξω από το μέσο. Το ίδιο το μέσο φέρει εγγενώς την «εντελέχεια» και πορεύεται δυναμικά προς την τελείωση του στην οποία δεν θα φτάσει ποτέ γιατί θα βρίσκεται πάντα ανάμεσα στις άκρες των διπόλων, ακριβώς όπως ο Κάφκα.

h1

Νόμος(?) Μανιφέστο(?)

01/03/2008
greek-spacecow.jpg

Νομίζω ότι και μόνο η ενασχόληση με μια τόσο αστεία ιστορία, όπως η απόπειρα χειραγώγησης του blogging, με νομοθετικά μέσα, την κάνει να φαίνεται πιο σοβαρή από όσο πραγματικά είναι, όμως επειδή έχει γίνει πολύ λόγος τελευταία θα ήθελα να πάρω θέση. Mάζεψα διάφορα comments που έχω αφήσει εδώ κι εκεί (δεν δίνω links, είναι πολλά) και με αρκετές μετατροπές και προσθήκες συνέθεσα το παρακάτω κείμενο το οποίο θεωρώ ότι απεικονίζει αρκετά καλά την άποψη που έχω διαμορφώσει αυτές τις μέρες.


α)
Περί νόμου και επωνυμίας

Η όλη ιστορία με τον νόμο είναι κατά τη γνώμη μου μια φούσκα που θα ξεφουσκώσει και γίνεται απλά για εντυπωσιασμό. Αυτό συμβαίνει πάντα άλλωστε στην Ελλάδα, όταν μια κυβέρνηση χάνει τη μπάλα εξαγγέλλει πιο αυστηρές ποινές, τύπου πονάει κεφάλι – κόβει κεφάλι, για να εικονογραφήσει μια εικόνα ελέγχου και τάξης. Αν καθίσουμε να μετρήσουμε τέτοια παραδείγματα θα γελάμε, καθώς θα μετράμε, μέχρι μεθαύριο. Πιο παλιά έλεγαν ότι θα απαγορεύσουν τα video games. Πρόσφατα εξήγγειλαν την αυστηροποίηση των ποινών για τις υποκλοπές με τρόπο υπερβολικό κι αναίτιο. Μόνο σαν παράδειγμα θα αναφέρω ότι αν με εκβιάζει κάποιος ότι θα σκοτώσει την οικογένεια μου δεν έχω δικαίωμα να τον ηχογραφήσω προκειμένου να τον καταγγείλω γιατί θα διώκομαι για κακούργημα. Όλα αυτά επειδή δεν μπορούν να ελέγξουν τους Μάκηδες και τους Θέμους… Έτσι είναι η Ελλάδα και το ξέρουμε, όταν δεν μπορεί να ελέγξει κάτι ή κάποιους νομοθετεί αυστηρά προκειμένου να τους ποινικοποιήσει όλους και όταν κάτι αδυνατεί να κάνει διακρίσεις μοιραία αποτυγχάνει γιατί αδυνατεί να περιλάβει την εξαίρεση… Μάλλον γι’ αυτό τελικά τους νόμους τους γράφουν όλοι στα τέτοια τους, και ίσως καλά κάνουν! (Ναι… αυτό μπορεί να εκληφθεί ως προτροπή σε παράνομες πράξεις! Χαχαχά)

Δεν πιστεύω ότι μπορεί να ισχύσει τέτοιος νόμος κι αν ισχύσει δεν θα έχει ποτέ σοβαρή εφαρμογή, είναι τουλάχιστον αστείο να πιστέψουμε ότι μπορεί ποτέ να υπάρξει ελεγκτικός μηχανισμός ή νομικό πλαίσιο για κάτι που αναπτύσσεται ταχύτερα από τον ίδιο τον νόμο και ταυτόχρονα είναι φαινόμενο παγκόσμιας κλίμακας. Επιπλέον, σε μια χώρα που το ΕΣΡ δεν μπορεί να ελέγξει τους 10 τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας μου φαίνεται αστείο να πιστεύει κάποιος ότι είναι ποτέ δυνατόν να καταφέρει να ελέγξει τους 10.000 bloggers (κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια). Στο κάτω κάτω αν μου την βαρέσει παίρνω το nickname και το blog μου και το κάνω σελίδα σε έναν server στην Μαλαισία που θα μου εγγυάται ότι δεν θα δώσει ποτέ το IP μου σε κανέναν. Τέλος πάντων, το νόημα είναι ότι αν έχω σκοπό να γράφω με δόλο χωρίς να με βρουν μπορώ να το κάνω και δεν θα με βρουν που να χτυπάνε τον κώλο τους κάτω! Άλλωστε ένας ισχυρός ελεγκτικός μηχανισμός ή ένας νόμος το μόνο που θα καταφέρει είναι αυτό ακριβώς, να οργανώσει καλύτερα τους μηχανισμούς που επιτρέπουν την ηλεκτρονική ανωνυμία, ακόμα και το ηλεκτρονικό έγκλημα, γιατί αν γίνει κάτι τέτοιο αμέσως θα εμφανιστεί μια εταιρία που θα παρέχει απόλυτη ανωνυμία και θα εδρεύει στα νησιά του Πάσχα, στις Αντίλλες ή στην Γουατεμάλα και τότε είναι που δεν θα μπορεί να διώκεται κανείς και για τίποτα, ακόμα κι αν ανεβάζει υλικό με παιδική πορνογραφία. Αυτός είναι και ο λόγος που ένας τέτοιος νόμος θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Επίσης ένα άλλο μη επιλύσιμο πρόβλημα είναι ο προσδιορισμός του πεδίου της ισχύος του νόμου. Κοινώς, πριν φτιάξουν τον νόμο πρέπει να προσδιορίσουν το τι είναι ελληνικό blog. Αν είμαι Ινδός και γράφω από την άλλη άκρη του Ατλαντικού με Γερμανικό IP, ανεβάζω τα κείμενα που έχω γράψει στα Αρμενοκούρδικα σε έναν server στην Σιβηρία, και τα posts μου αφορούν Ελληνικά θέματα, ακόμα και αν με ανακαλύψουν, σε ποιο πλαίσιο κανόνων εμπίπτω; Κοινώς, ο οποιοσδήποτε νόμος θα είναι ανόητος γιατί εκτός του ότι δεν υπάρχει τρόπος ελέγχου, η πληροφορία είναι παγκόσμια ενώ οι νόμοι αφορούν τα στενά γεωγραφικά όρια μιας χώρας.

Επιπλέον, την ελευθερία του λόγου των Ελλήνων bloggers την προστατεύει η ελευθερία του λόγου όλων των bloggers του πλανήτη οι οποίοι προφανώς θα αντιδράσουν προς τις εταιρίες τους (wordpress, blogger) αν αυτές επιτρέψουν τον παρεμβατισμό και την λογοκρισία από κρατικούς μηχανισμούς. φοβούμενοι ότι αυτό είναι ικανό να δημιουργήσει προηγούμενο και το φαινόμενο της λογοκρισίας, ή της άρσης της ανωνυμίας να επεκταθεί και στην χώρα τους. Αν συμβεί λοιπόν κάτι τέτοιο αρκεί μια ελάχιστη κινητοποίηση για να κάνουμε την ελληνική κυβέρνηση ρεζίλι σε όλο το ίντερνετ (ναι… αυτό μπορεί να εκληφθεί σαν εκβιασμός! Χα!) και θα πάρει πίσω τον νόμο όπως πήρε πίσω και τον βασικό μέτοχο (άλλη μαλακία εκεί) όταν η ΕΕ έκρινε ότι ήταν καταχρηστικός.

Ο νόμος λέει αφορά τα ενημερωτικά blogs. Υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο είναι άλυτο και μάλλον θα παραμείνει. Ποια είναι τα κριτήρια που ταυτοποιούν ένα blog ως ενημερωτικό ή ως λογοτεχνικό; Τα περισσότερα blogs είναι ποικίλης ύλης και γράφονται χωρίς να έχουν στόχο μια συγκεκριμένη θεματολογία ή ένα σταθερό ύφος αλλά διαμορφώνονται δυναμικά.

Ένα άλλο θεμελιώδες λάθος είναι ότι ζήτημα της εγκυρότητας παρά το γεγονός ότι άπτεται σε αυτό της επωνυμίας – ανωνυμίας, δεν θέτει δίλημμα ανάμεσα στην επώνυμη και ανώνυμη γραφή. Δεν είναι η ανωνυμία ή η επωνυμία που καθιστούν έγκυρο έναν λόγο, είναι ο τρόπος γραφής, είναι η παρουσίαση στοιχείων για τους ισχυρισμούς μας. Η εγκυρότητα δεν είναι μια εξωτερικότητα αλλά είναι μέσα στο κείμενο ως κάτι εγγενές γι’ αυτό και η υπογραφή δεν συνιστά καμία εγκυρότητα παρά μόνο αναλαμβάνει την ευθύνη του κειμένου.

Ο επώνυμος ιστολόγος (τι θα πει αυτό αλήθεια; μπορώ να υπογράφω σαν Χάρης και το πραγματικό μου όνομα να είναι Γεώργιος Παπαδόπουλος) ας πούμε ότι είναι πιο έγκυρος γιατί ρισκάρει το όνομα του (κι εγώ το nickname μου θα πει κάποιος άλλος) όταν λέει την άποψη του. Όμως η άποψη είναι μόνο άποψη, δεν είναι είδηση και γι’ αυτό μπορεί να υπάρχει ανώνυμα ή επώνυμα γιατί δεν μπορεί και δεν υπάρχει λόγος να ποινικοποιείται. Αυτό που είναι μεμπτό είναι η ψευδής είδηση ή η παρουσίαση της άποψης σαν είδηση αλλά αυτό είναι κάτι άμεσα επιλύσιμο γιατί είναι αναγνωρίσιμο. Αν κάποιος γράφει επώνυμα μια είδηση χωρίς να δίνει στοιχεία και χωρίς να αποκαλύπτει τις πηγές του το βάρος των λεγομένων του το σηκώνει η υπογραφή του μέσω της οποίας αναλαμβάνει να εγγυηθεί την εγκυρότητα του και αυτό είναι σεβαστό. Αν κάποιος γράφει ανώνυμα μια είδηση χωρίς να δίνει στοιχεία ή πηγές τότε δεν υπάρχει λόγος να εμπιστευθούμε την είδηση. Αν όμως αυτός δίνει στοιχεία και πηγές που διασταυρώνουν την είδηση οφείλουμε να τον σεβαστούμε έστω και αν είναι ανώνυμος. Η εγκυρότητα λοιπόν δεν είναι ζήτημα ανωνυμίας ή επωνυμίας, ζήτημα τεκμηρίωσης είναι. Πρέπει να αποθαρρύνουμε όχι τους ανώνυμους αλλά αυτούς που δεν τεκμηριώνουν τις ειδήσεις που διασπείρουν. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τι διαβάζουμε και να διακρίνουμε την βλακεία από την είδηση αντί να φτιάξουμε έναν νόμο που να το ελέγχει επιβάλλοντας μια εγκυρότητα (όπως ο νόμος την θεωρεί) και να μας προστατεύει επειδή είμαστε ανίκανοι να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα, την είδηση από το σχόλιο, τη σοβαρότητα από την μαλακία, την φήμη από το γεγονός. Με έναν τέτοιο νόμο κινδυνεύουμε να χάσουμε περισσότερα από όσα θα κερδίσουμε!

Απαιτείται απλά μια νέα αντίληψη για το ποιες πληροφορίες εμπιστευόμαστε και ποιες όχι. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η αντίληψη μας για το μέσο, όχι ο τρόπος χρήσης του. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για το blogging σαν να είναι δημοσιογραφία. Δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει!

Είναι ανόητο να θεωρείται σοβαρή απειλή η οποιαδήποτε ανώνυμη πηγή όταν ισχυρίζεται ότι διαδίδει ειδήσεις και όχι απλά απόψεις ή σχόλια. Η είδηση, όταν δεν περιέχει απόδειξη ή υπόδειξη τη πηγής της, εξαιτίας της ανωνυμίας του πομπού αυτόματα μετατρέπεται σε κοινή φημολογία η οποία άσχετα από το αν είναι σωστή η λάθος τελικά είναι μια ανεπιβεβαίωτη φημολογία. Κοινώς, όταν κάποιος μεταφέρει μια είδηση χωρίς αποδείξεις αλλά επώνυμα το βάρος της ευθύνης και της εγγύησης της αξιοπιστίας του το φέρει η υπογραφή του και για αυτό τον παίρνουμε λίγο παραπάνω σοβαρά. Όποιος ισχυρίζεται κάτι ανώνυμα χωρίς να παραθέτει αποδείξεις μάλλον απλά δεν έχουμε κανένα λόγο να τον πάρουμε στα σοβαρά γιατί ο ίδιος αρνείται να αναλάβει την ευθύνη των λεγομένων του τα οποία έχουν τόση αξία όσο και ένα σύνθημα σε έναν τοίχο, τύπου «Γαμιέται η ΑΕΚ και η Τουρκία».

Από εκεί και πέρα το ζήτημα δεν λύνεται ούτε με μηνύσεις ούτε με νομικά πλαίσια, με κοινή λογική λύνεται και με συνείδηση ότι υπάρχουν σοβαρές και μη σοβαρές πηγές. Αν κάποιος αισθάνεται θιγμένος γιατί του αποδίδεται κάτι που δεν έπραξε ας βγει να απαντήσει ότι είναι κοινές συκοφάντες και δεν έχουν στοιχεία. Δεν καταλαβαίνω προς τι ο πανικός τους και μου φαίνεται αστεία η λέξη εκβιασμός. Εκβιασμός ως προς τι; Άμα είναι έτσι να το κάνω κι εγώ, να πάρω τηλέφωνο τον Μάκη και να του πω “Δώσε μου 100.000 ευρώ αλλιώς θα διαδώσω ανώνυμα και χωρίς αποδείξεις φήμες από το blog μου που χτυπάει 1000 hits την μέρα και θα σου κλάσω τ’ αρχίδια”… και θα μου απαντήσει ο Μάκης “Φυσικά και θα μου τα κλάσεις!”

Για να μην παρεξηγηθώ… Δεν υπερασπίζομαι το Press-gr, μπορεί να είναι μια πολύ ειδική περίπτωση που να απαιτούσε ειδική μεταχείριση. Υπερασπίζομαι όμως το δικαίωμα του καθένα να γράφει ανώνυμα και να καταγγέλλει ανώνυμα όταν έχει αποδείξεις κι όταν δεν έχει αποδείξεις το δικαίωμα του να λέει τη βλακεία του όπως την λέει στο καφενείο παίζοντας πρέφα με τους φίλους του… Τόσο αυτονόητο… Εκτός αν κάποιος μπορεί να μας δώσει έναν σαφή ορισμό του τι σημαίνει δημοσιοποίηση! Κοινώς, δημοσιοποιημένη είναι η πληροφορία που διαδίδεται σε 10, σε 100, σε 100000 άτομα; Αν κάποιος έχει απάντηση να μας την πει και σε εμάς ή να αρχίσει να κυνηγάει και τον κόσμο που κουβεντιάζει στα καφενεία!

Τέλος, επειδή όλα τα επιχειρήματα είναι αντιστρέψιμα, μπορώ να ισχυριστώ κι εγώ ότι υπάρχει ο κίνδυνος η επώνυμη υπογραφή, που είναι το νόμισμα που πληρώνει κάποιος ώστε να θεωρείται έγκυρος ακόμα και όταν γράφει χωρίς στοιχεία, να κάνει κατάχρηση αυτού του δικαιώματος (της γραφής χωρίς στοιχεία) ώστε να στοχοποιεί να καταγγέλλει και ίσως να εκβιάζει χρησιμοποιώντας το βάρος του ονόματος του. Άλλωστε το press-gr δεν εκμεταλλεύτηκε την ανωνυμία του για να μπορεί να εκβιάζει (αν το εκβίαζε), αλλά την δημοσιότητα του που το έκανε «επώνυμο» και αναγνωρίσιμο (ως blog, όχι ως φυσικό πρόσωπο).

Ένας νόμος τέτοιου είδους τοποθετεί νομικά, αλλα και στην συνείδηση του κόσμου, σε φοβερά προνομιακή θέση την επώνυμη γραφή και άποψη (τεκμηριωμένη ή όχι) ενώ ουσιαστικά αντί αυτής θα έπρεπε να τοποθετεί υψηλά την τεκμηριωμένη είδηση, ανεξάρτητα από το αν είναι επώνυμη ή ανώνυμη! Ένας τέτοιος νόμος, εκτός από το τι ποινικοποιεί, νομιμοποιεί μια πραγματικότητα που ο παραγωγός και η υπογραφή του είναι πιο σημαντικά από το ίδιο το περιεχόμενο του έργου του και την τεκμηρίωση του. Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να ενισχύσει τις πηγές που εκμεταλλευόμενες την επωνυμία τους διαδίδουν ατεκμηρίωτες ειδήσεις και θέσεις υπό την μορφή αξιώματος ή θεσφάτου!

Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι η κουβέντα περί ανωνυμίας – επωνυμίας είναι μια λάθος κουβέντα. Το ζήτημα είναι η τεκμηρίωση και αυτό είναι κάτι που πρέπει να μάθουμε και να μας γίνει συνείδηση. Αυτός άλλωστε είναι ο τρόπος που λειτουργεί και συντάσσεται ο ακαδημαϊκός λόγος ο οποίος στοχεύει στην εγκυρότητα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος “λόγου”.

β) Περί «Μανιφέστων»

Μέσα στον τρόμο τους να αποφύγουν την επιβολή ενός εξωτερικού κανονιστικού πλαισίου (νόμου) κάποιοι προχώρησαν σε ένα λάθος που ήταν μάλλον αναμενόμενο, λειτούργησαν οι ίδιοι κανονιστικά. Η άποψη μου (και μπορείτε να διαφωνήσετε ελεύθερα) είναι ότι δεν χρειάζεται κανένα κανονιστικό πλαίσιο, ούτε εξωτερικό αλλά ούτε και εσωτερικό, από τους ίδιους τους bloggers.

Η ιδέα ενός μανιφέστου είναι μάλλον παλιοκαιρισμένη στην εποχή μας και μοιάζει να κουβαλάει την ιδεοληψία ότι ένα κοινό ιδεολογικό πλαίσιο, μια κοινή θέση ή σύνολο θέσεων είναι προαπαιτούμενα για την διαμόρφωση των αιτημάτων μιας συλλογικής διεκδίκησης. Εδώ όμως μιλάμε για την διεκδίκηση του δικαιώματος της ατομικότητας, της προσωπικής αυτοδιάθεσης και της υποκειμενικότητας, όχι δηλαδή για θέση αλλά για το δικαίωμα στην μεταξύ μας αντίθεση και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πως αυτό μπορεί να υπάρξει μέσα από την ενιαία σύνταξη ειδικά όταν αυτή φέρει τον συμβολικό και άκρως φορτισμένο τίτλο «μανιφέστο».

Το κυρίως πρόβλημα είναι ότι, το κατά τα άλλα το συμπαθές «μανιφέστο», λειτουργεί ακριβώς ως τέτοιο. Επιλέγει να προσδώσει ένα τεχνητό «τέλος» σε αυτό που λέγεται blogging, πράγμα που προσωπικά βρίσκω ιδιαίτερα φιλόδοξο, πολύ παραπάνω από όσο θα ήμουν έτοιμος να αποδεχθώ, και πολύ λάθος. Όταν λέω τέλος «εννοώ» την λέξη όπως θα την έλεγε ο Heidegger, υπό την έννοια του σκοπού ή της εκπλήρωσης. Αυτό άλλωστε κάνει πάντα ένα μανιφέστο, δημιουργεί κλειστά συστήματα που παράγουν «τεχνητά», εξιδανικευμένες τελικές φόρμες και αυτό είναι το κύριο πρόβλημα που υπάρχει ως κάτι εγγενές σε όλα τα μανιφέστα ιστορικά. Το θεμελιώδες ερώτημα λοιπόν που κάνει την ιδέα του μανιφέστου να καταρρέει είναι το «πως μπορείς να δημιουργήσεις ένα κλειστό σύστημα αρχών που επιχειρεί να περιγράψει και να προσδιορίσει μια ανοιχτή δομή η οποία είναι χωροχρονικά μεταβαλλόμενη;»

Αλλά έστω ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μερικώς με open ended δομές που είναι υπό διαρκή αναδιαμόρφωση (οι νόμοι είναι τέτοια συστήματα αν και είναι αμφίβολο αν μπορούν να αναδιαμορφώνονται τόσο γρήγορα όσο το internet ώστε να δρουν προληπτικά, σε αυτό ακόμα και τα antivirus έχουν αποτύχει!). Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο μανιφέστο θα παρέμενε καθώς κάποιες θέσεις στις οποίες βασίζεται, εκτός ότι είναι επίσης ιδιαίτερα κλειστές, είναι υπερβολικά γενικές και θεμελιωδώς λάθος.

Η θέση ότι «τα blogs είναι διάλογος» εμπεριέχει ένα θεμελιώδες λογικό λάθος. Μπλέκει την χρήση ενός μέσου με το ίδιο το μέσο, που είναι δύο πράγματα μη ταυτόσημα και δηλώνει ότι το μέσο είναι η χρήση του ή καλύτερα μια από τις δυνατές χρήσεις του. Το μέσο είναι απλά ένα μέσο, αφόρτιστο και αυτοτελές που συντίθεται από ομάδες ιδιοτήτων που του προσδίδουν δυνατότητες. Το αν αυτές οι δυνατότητες είναι αναγνωρίσιμες από όλους και αν ενεργοποιούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να γίνουν πραγματικότητες ή πιο απλά το πως χρησιμοποιείται το μέσο και η πράξη της χρήσης του είναι κάτι έξω από το ίδιο το μέσο και προϋποθέτει την διάδραση του με ένα υποκείμενο. Αυτή διάδραση δρα εξίσου διαμορφωτικά τόσο για το υποκείμενο όσο και για το μέσο.

Κοινώς το blog δεν είναι παρά μόνο ένα εργαλείο που δεν κουβαλάει έναν generic σκοπό ή ένα προκατασκευασμένο στόχο σαν αυτός να ήταν μια ουσία (essence) που ενυπάρχει στην φύση ή την εργαλειακότητα του μέσου ως κάτι καθολικά αναγνωρίσιμο που μπορεί να γίνει κοινά αποδεκτό. Το να λέμε λοιπόν ότι το blog είναι διάλογος, πόσο μάλλον το να προσδιορίζουμε και τι είδους διάλογος είναι (ελεύθερος και ανεμπόδιστος) είναι υπεραπλουστευτικό και εισάγει έναν σκοπό που είναι a priori λάθος γιατί το blog μπορεί να είναι διάλογος αλλά μπορεί να είναι και ένας εξωτερικευμένος εσωτερικός μονόλογος ή ένα μανιφέστο με κλειστά σχόλια ή ένα καταστασιακό derive χωρίς τέλος, χωρίς σκοπό, με μοναδικό στόχο την ίδια την πράξη. Μπορεί να είναι ένα κλειστό αυτοαναφορικό σύστημα ή ένα πανταχόθεν ελεύθερο. Μπορεί να είναι ένα σωρό πράγματα που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα γιατί δεν έχουμε ενεργοποιήσει τις ανάλογες ιδιότητες του μέσου που θα μας έδιναν την δυνατότητα να τις ανακαλύψουμε. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να δεσμευτεί το μέσο και η δυνατότητες του, ούτε από τη νομοθεσία αλλά ούτε και από εμάς.

Αν δεχθούμε αυτό που λέει ο Henri Bergson «Reality… is a perpetual becoming. It makes or remakes itself, but it is never something made» τότε μάλλον τα blogs είναι και αυτά μια τέτοια πραγματικότητα. Ας αφήσουμε λοιπόν το blogging να γίνεται, να πορεύεται προς την ολοκλήρωση του χωρίς να καταλήγει ποτέ γιατί τα blogs είναι από τα λίγα τεχνητά δημιουργήματα που ομοιάζουν με φυσικά φέροντας ως εγγενές αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμασε «εντελέχεια».

face.jpg

Χαράλαμπος Χεϊζάνογλου, Rotterdam 2008
(για να με βρουν και οι τελευταίοι που με ψάχνουν…)

 

 

 

h1

Καμία δουλεία δεν είναι ντροπή… Όμως υπάρχει και μια που είναι!

18/01/2008
cash-cow.jpg

Παιδιά δεν έχω και δεν σχεδιάζω να αποκτήσω σύντομα. Παρόλα αυτά, συχνά σκέφτομαι διάφορα υποθετικά σενάρια ώστε να είμαι προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσω την ανατροφή τους, και να προλάβω τα χειρότερα.

Αν το παιδί μου, το σπλάχνο μου, έρθει και μου πεί «Μπαμπά, θέλω να γίνω αθλητής» δεν θα τα βάψω αμέσως μαύρα. Θα του πώ κι εγώ «Παιδί μου, στην Ελλάδα, οι περισσότεροι πετυχημένοι αθλητές εκτός ότι ντοπάρονται με ένα σωρό ουσίες και πεθαίνουν από καρδιακές παθήσεις είναι και χαζοί, οι πιο πολλοί δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα εκτός από το άθλημα τους και δεν τους ενδιαφέρει να μάθουν και τίποτα, συχνά δεν μπορούν καν να μιλήσουν, δες τον Γιάννη Γκούμα, γίνε απλά σκέτος ναρκομανής καλύτερα. Αν όμως εσύ αποφασίσεις να γίνεις αθλητής φρόντισε να γίνεις ο καλύτερος στο σπορ σου μπας και τα κονομήσεις ή μπας και γίνεις πολιτικός και τα κονομήσεις πάλι».

Αν το παιδί μου, το σπλάχνο μου, έρθει και μου πεί «Μπαμπά, θέλω να γίνω καλλιτέχνης» δεν θα τα βάψω αμέσως μαύρα. Θα του πώ κι εγώ «Παιδί μου, στην Ελλάδα, οι περισσότεροι πετυχημένοι καλλιτέχνες εκτός ότι τον παίρνουν και κάνουν κόκα με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από καρδιακές παθήσεις είναι και χαζοί και παπαρολόγοι, οι πιο πολλοί είναι μεγάλοι παπατζήδες, καιροσκόποι και κερδοσκόποι, δες τον Καρβέλα και τον Λαζόπουλο, γίνε απλά σκέτος ναρκομανής ή πούστης καλύτερα, ή έστω αθλητής. Αν όμως εσύ αποφασίσεις να γίνεις καλλιτέχνης φρόντισε να γίνεις ο πιο μεγάλος παπαρολόγος και παπατζής μπας και τα κονομήσεις ή μπας και γίνεις πολιτικός και τα κονομήσεις πάλι«.

Αν το παιδί μου, το σπλάχνο μου, έρθει και μου πεί «Μπαμπά, θέλω να γίνω πολιτικός» δεν θα τα βάψω αμέσως μαύρα. Θα του πώ κι εγώ «Παιδί μου, στην Ελλάδα, οι περισσότεροι πετυχημένοι πολιτικοί εκτός ότι είναι διεφθερμένοι και πίνουν το αίμα του λαουτζίκου είναι και αγάμητοι, οι πιο πολλοί είναι τόσο στερημένοι που όταν φτάσουν να έχουν αρκετή εξουσία ώστε, παρά τα περιττά κιλά τους, να μπορούν γαμάνε τις υφιστάμενες τους είναι πολύ αργά για να το χαρούν και έχουν πολλά να διακινδυνεύσουν, δες τον Ζαχόπουλο, γίνε απλά μαφιόζος καλύτερα, ή έστω καλλιτέχνης ή αθλητής. Αν όμως εσύ αποφασίσεις να γίνεις πολιτικός φρόντισε να γίνεις ο καλύτερος μπας και γίνεις υπουργός πολιτισμού, να διοικείς καλλιτέχνες κι αθλητές, και να τα κονομήσεις χοντρά«.

Αν το παιδί μου, το σπλάχνο μου, έρθει και μου πεί «Μπαμπά, θέλω να γίνω δημοσιογράφος» τότε θα τα βάψω αμέσως μαύρα και θα το αποκληρώσω.