Κάθε διείσδυση σε ζητήματα «αισθητικής» είναι κάτι που ασχολείται με το υποκειμενικό και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για μια κριτική ή διάλογο περί «αισθητικής» γιατί η κριτική δεν γίνεται με δίπολα τύπου μου αρέσει / δεν μου αρέσει ειδικά όταν εγώ αποδέχομαι το δικαίωμα του καθένα να του αρέσει ότι εκείνος θέλει να του αρέσει και αυτό άσχετα από το αν έχω τις ενστάσεις μου για το αν ξέρει γιατί του αρέσει. Προσπερνώ λοιπόν το ζήτημα της αισθητικής, δεν θα ασχοληθώ με το τι αρέσει στον κόσμο ή με το τι «έμαθε» να του αρέσει, αυτό ας πούμε ότι είναι συνειδητή ή υποσυνείδητη επιλογή του καθένα μας ξεχωριστά και ότι εμένα δεν μου πέφτει λόγος.
Αυτό με το οποίο θα ασχοληθώ όμως είναι το πως ο κόσμος, ή καλύτερα κάποιος κόσμος, αποτιμά την αισθητική του και τι είναι διατεθειμένος να κάνει γι’ αυτήν.
Οι συναυλίες, τα μουσεία, οι χώροι που εκτίθεται και παράγεται τέχνη είναι χώροι ή καταστάσεις (situations) που στοχεύουν σε μια «αισθητική απόλαυση». Δεν θα προχωρήσω σε ορισμό του τι είναι αυτή γιατί δεν υπάρχει τελικός ορισμός και όλη η ιστορία της τέχνης είναι μάλλον η ιστορία της αναζήτησης αυτού του ορισμού. Κάποτε αυτή η «αισθητική απόλαυση» παραγόταν από το ίδιο το έργο, το καλλιτεχνικό δημιούργημα ως μικρόκοσμο ή μεγάκοσμο, ως αυτό ή ως άλλο (προσωπικά το προτιμώ ως άλλο), πάντα όμως με αρχή το ερέθισμα από το ίδιο το έργο.
Σήμερα η αρχή αυτής της απόλαυσης δεν είναι το έργο καθαυτό ούτε το αισθητικό μέρος αυτού ως υποκειμενική πρόσληψη, είναι η κατανάλωση του έργου, το να το αγοράσεις σαν υλικό δημιούργημα, σαν μνήμη, ή σαν συμμετοχή. Γιατί αυτό αυτό είναι σημαντικό; Γιατί το να αγοράσεις δείχνει ότι μπορείς να αγοράσεις και αυτό σου δίνει μια ταυτότητα. Το «μπορείς» που γράφω πιο πριν δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο οικονομικό κομμάτι, μπορεί να αναφέρεται στην αναμονή ή στην προσπάθεια απόκτησης, όμως σε κάθε περίπτωση αυτό είναι κάτι που αλλάζει τον χαρακτήρα του έργου, τον χαρακτήρα της τέχνης και την σχέση αυτών των δύο με το υποκείμενο του θεατή – αγοραστή.
Αυτό που εννοώ είναι ότι η τέχνη, και μάλιστα όχι μόνο αυτή που είναι προϊόν μιας ποπ, μαζικής κουλτούρας αλλά συχνά και η avant garde, είναι πλέον κάτι σαν το σαλάμι στο super market που κρέμεται εκεί για να το αγοράσεις και μετά να το φας, όχι να το φας και αν σου αρέσει να το αγοράσεις. Αυτό που αγοράζει κανείς πλέον στον κόσμο της τέχνης είναι λιγότερο το περιεχόμενο ή η «αισθητική απόλαυση» και περισσότερο η συσκευασία, το όνομα, η υπογραφή, το σύμβολο, το status που προσδίδει η κατοχή του έργου ή η συμμετοχή σε αυτό. Το έργο λοιπόν γίνεται ένα simulacrum, ένα είδωλο αποσπασμένο από το περιεχόμενο του, την ουσία του.
Πιο συγκεκριμένα, αυτό που συμβαίνει λοιπόν με την Μαντόνα είναι ότι ο κόσμος αγοράζει ένα «ήμουν κι εγώ εδώ». Ένα εισιτήριο κοστίζει κατ’ ελάχιστον 85 Ευρώ και φτάνει ποσά πολλαπλάσια αυτού. Θα προσπεράσω το αν είναι πολλά ή λίγα γιατί αυτό έχει να κάνει με το πως αξιολογεί κανείς την σχέση ποιότητας-τιμής και αυτό είναι επίσης υποκειμενικό γιατί η αξιολόγηση της ποιότητας είναι επίσης ζήτημα αισθητικής . Θα σταθώ στο ότι εκτός από το γεγονός ότι κάποιος πληρώνει, ταυτόχρονα πρέπει να περιμένει σε μια ουρά χρονικής διάρκειας 7 – 8 ωρών που εκτός της αναμονής το χειρότερο είναι ότι τον ποδοπατούν και τον σπρώχνουν ανελέητα, αν δεν τον βρίζουν κι από πάνω. Την όλη κατάσταση και λογική απεικονίζει ο συμπαθής Ethan, ο οποίος σε ένα δικό του post για την Μαντόνα. λέει,
«Είμαστε μακράν η χειρότερη φάρα στον πλανήτη. Αγένεια, γαιοδουροφωνάρες και μπινελίκια ακόμα και εις βάρος των κακόμοιρων σεκιούριτυ που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Βέβαια για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη…σύκα όσο καλοπροαίρετος και να είσαι με τόση ανοργανωσιά δεν παίζει να μην σου ανεβεί το αίμα στο κεφάλι».
Είμαστε κακή φάρα και είναι γεγονός, όμως όχι επειδή γκαρίζουμε σαν γάιδαροι και αυτό είναι αγενές, αντιαισθητικό ή αντιλειτουργικό. Είμαστε κακή φάρα επειδή στοιβαζόμαστε σαν πρόβατα υποχρεώνοντας μόνοι μας τον εαυτό μας να μπει σε αυτήν την λογική. Δεν υποχρέωσε κανείς κανέναν να περιμένει στην ουρά, μόνοι τους το επέβαλαν στον εαυτό τους όλοι όσοι πήγαν να αγοράσουν εισιτήριο ως χαρούμενοι, αν και λίγο εκνευρισμένοι καταναλωτές. Είναι όμως κι αυτό το μαρτύριο, η υστερία και ο παροξυσμός μέρος της τελετουργίας και της συμβολοποίησης της κατανάλωσης με τρόπο σχεδόν θρησκευτικό και είμαι βέβαιος ότι όσοι το έκαναν το περηφανεύονται.
Έβλεπα έναν τύπο στην TV ο οποίος είχε μόλις πάρει το εισιτήριο και δήλωνε χαμογελαστός και περήφανος, «Περιμέναμε 5 ώρες αλλά όλα καλά τώρα, άξιζε τον κόπο, καταφέραμε και εξασφαλίσαμε το «μαγικό χαρτάκι» και έμοιαζε να το λέει έχοντας αποδεχθεί ότι πρέπει να υποστεί την αναμονή σαν να είναι αυτή το μαρτύριο που θα τον οδηγήσει στην κάθαρση. Άλλωστε όλο αυτό μάλλον δεν διαφέρει και πολύ από το θέαμα που αντικρίζει κανείς στους χώρους των μεγάλων προσκυνημάτων, όπως αυτό της Τήνου όπου πολλοί άνθρωποι ανεβαίνουν μπουσουλώντας στα τέσσερα από το λιμάνι στην εκκλησία της Παναγίας για να εκπληρώσουν το τάμα τους και να δηλώσουν την πίστη τους.